Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Έσβησε τ’ όνειρο

Του Θανάση Νικολαΐδη
  : Χωρίς στέγη, χωρίς, δουλειά, αλλά όχι δίχως ελπίδα (Γερμανική σοφία).
ΣΤΗΝ πατρίδα του ωρίμασε η σκέψη της φυγής κι έγινε όνειρο ζωής. Για τον «παράδεισο» της Δύσης και χωρίς πολέμους φανερούς. Του ναύλωσαν το κορμί με σαπιοκάραβο, στρίμωξαν την ψυχή στο κουρασμένο σώμα κι άφησαν τη σκέψη να πετάξει όσο μακριά του φτασαν’ τα λεφτά που μάζεψε με «αίμα». Μπορεί και να του τα ‘δωσαν μαφιόζοι που τους κουμαντάρουν άλλοι μαφιόζοι και τ’ όνειρο δυνάμωσε πατώντας στη στεριά της φιλόξενης(;) Ελλάδας.
ΔΕΝ τον περίμεναν με ύμνους κι ανθοδέσμες (δεν ήταν δα ήρωας-νικητής «αγώνα» που επέστρεφε να τον προϋπαντήσουν) ή βάγια, δάφνες και ωσαννά κι ας είχε την όψη του Χριστού, με τον βαρύ σταυρό στην πλάτη.
ΜΑΣ «προτίμησαν» για πέρασμα προς την Ευρώπη, έχοντας πολλά ακούσει για τον «Ξένιο Δία» που αγκομαχάει στις μέρες μας. Δεν κίνησαν εκπρόσωποι της Οικουμενικής μας Εκκλησίας να τους υποδεχτούν φορώντας τα καλά τους. Ούτε καν τους πρόσφεραν ένα πιάτο φαγητό μη πεθάνουν, ένα ρούχο μη παγώσουν. Δεν βρέθηκε χριστιανός(!;) να τους προσφέρει τον ένα του χιτώνα ή δήμαρχος να καταγράψει τις ανάγκες τους. Μόνο γαλονάδες και ροπαλοφόροι τους «υποδέχτηκαν» κι ένας χωροφύλακας τους μοίρασε, στη ζούλα, μερικές ξυλιές.
ΤΟ σπίτι ήταν ερείπιο, αλλά ευρύχωρο για να χωρέσει τη δυστυχία τους. Εκεί, στο κρύο πάτωμα στρωμένα τα στρωσίδια και τα κουρέλια καρφωτά στους μισογκρεμισμένους τοίχους. Σ’ εκείνα τα χαώδη (νοικιασμένα) δωμάτια της ντροπής (μας) μοιράστηκαν το φαγητό με τα ποντίκια (τους). Μέσα εκεί έσβησε τ’ όνειρο, χωρίς να πεθάνει η ελπίδα. Κι αν στείλει μήνυμα στη μάνα είναι γεμάτο… ψέματα. Πως καλοπερνάει εδώ και δεν ξαναγυρίζει στον πόλεμο και στους δημίους του.
ΚΑΙ πώς να βρει δουλειά, που είναι παράνομος, βρόμικος, άρρωστος κι αποδιωγμένος; Ο δουλέμπορος περιμένει. Με αλυσίδες που δεν φαίνονται και βλοσυρά που φαίνεται. Κι αν δεν είσαι δούλος… σωστός, λεφτά δεν έχει-έχει απέλαση. Κι αν ο δούλος είναι τυχερός και γίνει νόμιμος; Τότε ο κόσμος είναι δικός του, η σκέψη κολλάει στα καλά και ξαναζεί το όνειρο στον ύπνο (και στον ξύπνιο του). Αυτό ήταν! Η Ελλάδα του Ήλιου έγινε και δικιά του πατρίδα.
ΤΑ παραπάνω είναι φανταστικά, συμβολικά και «ιδανικά» στην τραγικότητά τους. Και, βέβαια, η μια όψη του νομίσματος. Τα παρακάτω είναι πραγματικά:
ΤΟ Κράτος μας, ως εργοδότης, τους πρόσφερε δουλειά. Με τη σιγουριά του (ελληνικού) δημοσίου και την εγγύηση της Νομαρχίας. Τα μάτια του μελαψού ηρέμησαν, τα σχέδια στο μυαλό στρώθηκαν, αγάλλιασε η καρδιά και η ψυχή του γέμισε γαλήνη. Αυτός κι άλλοι σαν κι αυτόν αλλοδαποί, φίλοι μεταξύ τους που βρέθηκαν στη χώρα μας και τους ένωσε η δυστυχία, έκαναν μεροκάματα και περίμεναν.
ΟΙ μέρες περνούσαν, τα δεδουλευμένα (από μεροκάματα σε θερμοκήπια στο Καλπάκι) καθυστερούσαν και η ελπίδα έγινε εφιάλτης. Πακιστανοί, Σενεγαλέζοι κ.ά. τυλίχτηκαν με τα κουρέλια τους, χειμωνιάτικα, και ξεκίνησαν την απεργία πείνας τους. Εκεί, στην  είσοδο της Νομαρχίας Ιωαννίνων. Κανένας δεν γύρισε να τους κοιτάξει, κανέναν δεν συγκίνησε το δράμα τους κι ούτε κανένας τρόμαξε που 2-3 μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο.
ΚΙ ήταν υπόθεση 60-65 χιλιάδων ευρώ, συνολικά, τα δεδουλευμένα τους.
Τους είδαμε και ανατριχιάσαμε. Τους βλέπουμε και πάει το μυαλό στους Άκηδες, στους Ρουσόπουλους και στους Βοσκόπουλους. Αλήθεια, έφταναν τα παραπάνω… ψωροχιλιάρικα για το γαμήλιο γλέντι του γάμου (εις Παρισίους) του πρώτου; Για μια πισίνα σε μια από τις τρεις βίλες (απ’ τη… δημοσιογραφία) του δεύτερου; Για μια βραδιά γεμάτη τραγούδι και… φοροδιαφυγή του τρίτου;