Για σένα νοιάσου και πάρε τα μέτρα σου
Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης διαπιστώνεται πως τα κράνα είναι σημαντικής διατροφικής αξίας, καθώς είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικά και η ολική αντιοξειδωτική τους ικανότητα είναι υψηλότερη από κάθε άλλο φρούτο με το οποίο συγκρίθηκαν.
Συγκεκριμένα, εξετάστηκαν ελληνικές ποικιλίες κρανιάς που ήδη καλλιεργούνται και έγινε σύγκριση με 62 ποικιλίες από 17 είδη οπωροφόρων με τη μέθοδο ΕΚΛΡ. Όπως προέκυψε, η αντιοξειδωτική ικανότητα των διαφόρων ειδών που μελετήθηκαν -με φθίνουσα σειρά- ήταν: κράνα, τζίτζιφα, κεράσια, κόκκινα σταφύλια, βατόμουρα, αχλάδια, λωτοί, δαμάσκηνα, ροδάκινα, λευκά σταφύλια, ρόδια, μήλα, νεκταρίνια, ακτινίδια, κυδώνια, σύκα, βερίκοκα. Διαφοροποιήσεις βρέθηκαν και μεταξύ ποικιλιών του κάθε είδους.
Ένας καρπός με δύο ονόματα.
Tα κράνμπερι φυτρώνoυν μόνο στη βόρεια Eυρώπη (cranberries) και στη Bόρεια Aμερική (craneberries). Πολλούς αιώνες πριν από την εγκατάσταση των πρώτων αποίκων στην Aμερική, οι Iνδιάνοι θεωρούσαν τα φρουτάκια αυτά πολύτιμα για τη θρεπτική και θεραπευτική τους αξία, ενώ τα χρησιμοποιούσαν ως συστατικό σε βαφές υφασμάτων και διακοσμητικών φτερών. Oι καρποί που φυτρώνουν στη Bόρεια Aμερική είναι μεγαλύτεροι και πιο χυμώδεις και ονομάζονται «craneberries», είτε επειδή τα ροζ λουλούδια του φυτού από το οποίο προέρχονται μοιάζουν με το κεφάλι του γερανού (στα αγγλικά crane) είτε γιατί το συγκεκριμένο πουλί έχει αδυναμία στους καρπούς αυτούς. H καλλιέργεια των κράνμπερι για εμπορικούς λόγους ξεκίνησε ήδη από το 19ο αιώνα.
Έρευνες απέδειξαν ότι τα κράνα ή κράνμπερι έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε φλαβονοειδή, ανθοκυάνες και φαινολικά παράγωγα. Σε άλλες εργαστηριακές έρευνες βρέθηκε μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο (Fe) αλλά και βιταμίνη C (103 mg/100 g), καθώς και υψηλή περιεκτικότητα σε ασκορβικό οξύ (4873 mg/100 g, περισσότερο από φράουλες, πορτοκάλια και ακτινίδια), καροτίνη και τανίνες. Λόγω των εμπεριεχομένων τανινών έχει, επίσης, στυπτικές ιδιότητες. Πρώτος ο Διοσκουρίδης μας δίνει μία από τις πρώτες αναφορές στην φαρμακευτική χρήση της κρανιάς , προτείνοντας θεραπεία για τη δυσεντερία και τις γαστρεντερικές διαταραχές με κράνα που είχαν τοποθετηθεί σε άλμη.
Οι γνώσεις γύρω από τη χρήση των κράνων στην παραδοσιακή θεραπευτική, πέρασαν από γενιά σε γενιά και εφαρμόζονται μέχρι και σήμερα στην πράξη με επιτυχία. Χρησιμοποιούνται λοιπόν στις μέρες μας κατά της διάρροιας και των εντερικών παθήσεων, λόγω της στυπτικότητας τους που οφείλεται στις τανίνες. Ο φλοιός, οι βλαστοί και οι ρίζες, χρησιμοποιούνται ως αντιπυρετικά. Στις ορεινές περιοχές της χώρας μας, τα κράνα επίσης χρησιμοποιούνται κατά των καρδιακών παθήσεων , κατά του κοιλόπονου και των πόνων περιόδου, σε στομαχικές και εντερικές διαταραχές, ως χωνευτικό και ως τονωτικό κατά τη διάρκεια εργασίας.
Σύμφωνα με μια Μateria Medica του 1827, ο φλοιός της κρανιάς αναφέρεται ως τονωτικός, στυπτικός και διεγερτικός και η σκόνη του δίνεται σε εγχύματα και αφεψήματα για ενοχλήσεις στο στομάχι και το έντερο. Επειδή όμως η ίδια η σκόνη προκαλούσε διαταραχές, συνδυαζόταν η χρήση της με λαύδανο. Η δοσολογία λήψης της σκόνης του φλοιού ήταν 2 κουταλάκια και δινόταν σε όλες τις περιπτώσεις καταβολής και αδυναμίας από ασθένεια σε συνδυασμό με άλλα τονωτικά και αρωματικά φυτά.
Ιδιαίτερα αξιόλογη όσον αφορά τη χρήση της κρανιάς είναι μια δημοσιευμένη εθνοφαρμακολογική μελέτη του τμήματος Συστηματικής Βοτανικής και φυτογεωγραφίας της Βιολογικής σχολής του ΑΠΘ (Δ, Βώκου, Κ. Κατράδη, Σ. Κοκκίνη 1993) που αφορούσε τον Εθνικό Δρυμό Βίκου – Αώου. Στη μελέτη αυτή, έγινε μια συλλογή γνώσεων για τα φαρμακευτικά φυτά των Ζαγοροχωρίων της Ηπείρου και συγκεντρώθηκαν πληροφορίες από τους κατοίκους και από παλιές συνταγές των λεγόμενων ”βικογιατρών ή κομπογιαννιτών” της περιοχής. Η κρανιά λοιπόν αναφέρεται ως φυτό αναζωογονητικό, αναλγητικό, αντισπασμωδικό, καταπραϋντικό, στυπτικό, αιμοστατικό κατά της δίψας, κατά της διάρροιας, κατά της δυσεντερίας και της ελονοσίας.
Στα ορεινά χωριά των Πιερίων, οι κάτοικοι χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα σαν φάρμακο ένα είδος τοπικού λικέρ από κράνα. Μαζεύουν τα κράνα στα τέλη Αυγούστου, τα τοποθετούν σε βάζο με ζάχαρη, κονιάκ, γαρύφαλλα και κανέλλα, και τον Οκτώβριο το μαζεύουν, το σουρώνουν και παίρνουν το λικέρ. Έπειτα το αποθηκεύουν και πίνουν μισό ποτηράκι από το λικέρ σε πόνους στομαχιού, κοιλιάς, πόνους περιόδου και κολικούς εντέρου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πληροφορίες για τη χρήση της κρανιάς που προέρχονται από τα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας στη περιοχή της Καστοριάς. Οι κάτοικοι εκεί μαζεύανε τα κράνα και ξεραίνανε τα κουκούτσια τους στη ντουλάπα.
Όταν είχαν πόνους στη μέση, ή πέτρα στο νεφρό, έβραζαν τα κουκούτσια σε νερό και πίνανε μισό ποτηράκι κάθε βράδυ. Επίσης, όταν είχανε «καρναβίτσες» ή αλλιώς μυρμηκίες όπως τις ονομάζουμε σήμερα, έκαιγαν τα κλαδιά της κρανιάς, έπαιρναν τη στάχτη, την αραίωναν σε νερό και την τοποθετούσαν επάνω στη μυρμηκία. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους μετά από τη διαδικασία αυτή οι μυρμηκίες εξαφανίζονταν.
Η χρήση του Cornus mas είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη λεκάνη της Μεσογείου και κατά καιρούς εκπονούνται διάφορες εθνοφαρμακολογικές μελέτες στις οποίες συναντούμε την κρανιά, ως ένα φαρμακευτικό φυτό που αποθηκευόταν σε κάθε σπίτι με σκοπό να χρησιμοποιηθεί όπου θα παρουσιαζόταν ανάγκη.
Στην περιοχή Kirklareli της Τουρκίας, κοντά στην Ανδριανούπολη οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν τα φρούτα και τον φλοιό της κρανιάς για φαρμακευτικές χρήσεις (Şǖkran Kǖltǖr 2007). Έβραζαν τα κράνα σε νερό με ζάχαρη και έπιναν το υγρό αυτό 2 φορές τη μέρα για 8 μέρες σε περιπτώσεις νεφρίτιδας, καρδιακών παθήσεων και σε διάρροια. Το ίδιο αφέψημα δινόταν 2 φορές τη μέρα για 10 μέρες σε βήχα, κρύωμα ή γρίπη. Χρησιμοποιούσαν επίσης τη στάχτη του φλοιού της κρανιάς εξωτερικά ως αντιμυκητισιακό.
Μία άλλη εθνοφαρμακολογική μελέτη που αφορούσε τις χρήσεις των φαρμακευτικών φυτών στην περιοχή Žejane της Κροατίας, αναφέρει την παρασκευή ξυδιού από τα κράνα, το οποίο χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους εσωτερικά ως προϊόν κατά της παχυσαρκίας και εξωτερικά, κατά των αιματωμάτων, του πυρετού και του πονοκεφάλου.
Στην Eclectic Materia medica του Felter από το 1922 αναφέρεται για πρώτη φορά ως επίσημη δρόγη το Cornus specific medicine , το οποίο προερχόταν από το φλοιό του Cornus florida και δινόταν σε δοσολογία από 2-60 σταγόνες στη θέση της κίνας (Cinchona) σε ελονοσία, όταν δεν ήταν ανεκτή η κινίνη, σε πυρετούς περιοδικού τύπου, αδύναμο σφυγμό, σε πονοκέφαλο από πύρωση, κινίνη και γενική εξάντληση. Τέλος αναφέρεται και η χρήση της σε γαστρικό έλκος.
Οι ιθαγενείς Cherokee των διαφόρων περιοχών της Αμερικής χρησιμοποιούσαν ευρέως στην καθημερινή τους πρακτική τα είδη Cornus florida και Cornus alternifolia. Τα εγχύματα του φλοιού της ρίζας, δίνονταν σε διάρροια, ενώ έγχυμα του εξωτερικού φλοιού από το Cornus alternifolia δινόταν εσωτερικά για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων του ουροποιητικού συστήματος και σε αφροδίσια νοσήματα.
Εγχύματα από μεριστώματα, φλοιό ή ρίζες του Cornus alternifolia δίνονταν σε βήχα, λαρυγγίτιδα και γρίπη. Γενικότερα την εποχή εκείνη, υπήρχε η παραδοχή ότι ο φλοιός των 2 παραπάνω ειδών ήταν τονωτικός και διεγερτικός, ενώ υπάρχουν αναφορές για τη χρήση του σε πυρετό , ελονοσία και φυματίωση. Στη βιβλιογραφία συχνά συναντούμε τη χρήση του φλοιού των φυτών αυτών στην ελονοσία και η δράση αυτή παρομοιάζεται με τη χρήση του φλοιού της Cinchona, δηλαδή τα χημικά συστατικά του δρούσαν σαν υποκατάστατα της κινίνης.
Τέλος οι ινδιάνοι της ΝΑ. Αμερικής απέδιδαν στο έγχυμα του φλοιού αναλγητικές ιδιότητες και το χρησιμοποιούσαν σε πόνους μέσης και πονοκεφάλους. Στην παραδοσιακή κινέζικη ιατρική τα είδη του γένους cornus χρησιμοποιούνται σε διάφορα παρασκευάσματα σε συνδυασμό με άλλα φαρμακευτικά φυτά για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του σακχαρώδους διαβήτη. Η πλειοψηφία των σκευασμάτων αυτών έχουν μελετηθεί επιστημονικά για την υπογλυκαιμική τους δράση και είναι αποδεκτά και ευρέως χρησιμοποιούμενα στην Κίνα. Το γερό ξύλο της κρανιάς την καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμη για την κατασκευή διαφόρων μικροαντικειμένων και εργαλείων. Τα πιο γερά γκλιτσόξυλα των τσοπάνων μέχρι και σήμερα, γίνονται από νεαρούς βλαστούς κρανιάς. Κρανίσιες βέργες χρησιμοποιούσαν και οι δάσκαλοι παλαιότερα για το εκπαιδευτικό τους έργο.
Από το φλοιό της κρανιάς παραλαμβάνουμε κόκκινη βαφή, με την οποία στο παρελθόν έβαφαν δέρματα, ενώ με το βράσιμο των καρπών έβαφαν τα αυγά. Παραδοσιακά, τα κράνα χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ποτών, μαρμελάδας και γλυκών. Πολύ γνωστό είναι και το παραδοσιακό λικέρ κράνου το οποίο το φτιάχνουν οι γυναίκες σε πολλά χωριά της Ελλάδας, με πρώτη ύλη τσίπουρο ή κονιάκ.