Η ώρα περασμένη. Και οι δύο αντάλλαξαν την τελευταία τους καληνύχτα ώρες πριν, όμως κανείς τους δεν έχει αποκοιμηθεί.
Μάτια ορθάνοιχτα, καρδιές λαβωμένες, εύκολο να διακρίνει κανείς την απόσταση μεταξύ τους. Δεν κοιτάζονται όπως παλιά. Έχει ξεθωριάσει εκείνος ο ενθουσιασμός από τα βλέμματά τους και πλέον ο έρωτας κατέληξε να είναι απλά ένα δεκανίκι γι’ αυτούς.
Όμως κανείς τους δεν τολμάει να το παραδεχτεί. Μία τόσο δα μικρή λέξη ήταν ικανή να τους γεμίζει με τρόμο στο άκουσμά της. Αντίο. Τι πιο απλό; Αφού πλέον όλα έχουν φτάσει στο τέλος γιατί δεν το λένε το ρημάδι το αντίο να ανακουφιστούν; Τι τους εμποδίζει; Αφού και οι δύο έχουν διαλέξει διαφορετικές πορείες εδώ και καιρό γιατί συνεχίζουν να βασανίζονται;
Και δώσ’ του οι βρισιές και οι τσακωμοί μέσα στο σπίτι. Όμως, έξω σε φίλους και γνωστούς αγκαλιές και βροντερά γέλια. Από εκείνα που επιστρατεύουν οι απανταχού δυστυχισμένοι προκειμένου να πείσουν τον περίγυρό τους και κυρίως τον εαυτό τους ότι είναι καλά. Γιατί πάνω απ’ όλα η εικόνα. Το τι θα βγάλεις παραέξω. Τώρα αν σκοτώνεσαι με τον άλλον πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού μικρή σημασία έχει.
Και το αντίο παίρνει ξανά αναβολή. Και οι διαφορές οξύνονται όλο και περισσότερο. Ξάφνου, όλα όσα κάποτε σε έκαναν να ερωτεύεσαι τον άλλον μοιάζουν ανυπόφορα ψεγάδια που αναγκαστικά πρέπει να υποστείς αφού επέλεξες να ζεις μαζί του.
Δεν έχει μείνει κάτι να σας δένει πια. Δύο ξένοι μέσα στο ίδιο διαμέρισμα να μοιράζονται τους κοινόχρηστους χώρους και να μην ανταλλάζουν ούτε μια κουβέντα μεταξύ τους. Τι να πουν άλλωστε; Η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους μαρτυρά χωρίς την ανάγκη λέξεων όλα όσα αρνούνται να εκφράσουν. Και κάπου εκεί επαναπαύονται και κανείς τους δεν κάνει το αποφασιστικό βήμα μπροστά.
Έπειτα, είναι και η συνήθεια. Μετά από τόσο καιρό που να αρχίζεις τώρα πάλι από την αρχή. Καλά είσαι και εδώ. Εντάξει, δεν είναι όπως πρώτα, αλλά ποιος σου εγγυάται ότι στην επόμενη γωνία σε περιμένει το καλύτερο και όχι κάτι χειρότερο. Δεν είναι καιροί τώρα για ρίσκα. Το σίγουρο είναι το σταθερό, δε σου επιφυλάσσει εκπλήξεις, το ξέρεις από την αρχή μέχρι και την τελευταία του σπιθαμή. Δε σε φοβίζει. Γιατί λοιπόν να το αφήσεις;
Και κάπως έτσι η αναμονή εντείνεται. Οι δυο σας, δυο αεροπλάνα με διαφορετικούς προορισμούς που δεν τολμούν την απογείωση. Φλόγα πλέον η ανάγκη της φυγής που καίει βαθιά μέσα σας, όμως, πώς τον πληγώνεις τον άλλον; Κάποτε έλεγες το όνομά του και έλιωνες, ανατρίχιαζες στο άγγιγμά του και τώρα απλά έτσι απλά θα τον αφήσεις;
Τόσες στιγμές, τόσα γέλια, τόση αγάπη, θυσία λίγο πριν το τέλος. Κι εσύ δεν έχεις τουλάχιστον το θάρρος να φωνάξεις δυνατά το αντίο για να τα λυτρώσεις. Όμως ούτε εκείνος το έχει. Συνένοχοι και οι δύο σε ένα τελευταίο παράπτωμα. Και η ζωή ούτε μπροστά μπορεί να κοιτάξει και να ονειρευτεί ούτε πίσω να γυρίσει.
Αλλά να σου πω κάτι; Έτσι δε γίνεται δουλειά. Ποιος σας είπε ότι μπορείτε να βασανίζεται έτσι ο ένας τον άλλον; Οι άνθρωποι δεν είναι μαριονέτες να τραβάς τα σκοινιά τους όποτε σ’ αρέσει, να κάθεσαι μαζί τους μόνο από συνήθεια και φόβο για το μετά.
Απ’ όπου δε χωράς και νιώθεις ότι φθείρεσαι, φεύγεις. Να, έτσι απλά πετάς ένα «αντίο» και προχωράς. Κάνε εσύ, λοιπόν, το πρώτο βήμα για το τέλος για να παρασύρεις και τον άλλον προς τα εκεί. Για να αποφύγετε τους δακρύβρεχτους αποχαιρετισμούς. Αφού και οι δύο το θέλετε φωνάξετε το δυνατά χωρίς ενδοιασμούς και δεύτερες σκέψεις.
Άλλωστε, όπως λέει και ο σοφός λαός κάθε τέλος κρύβει μέσα του μια καινούρια αρχή.
Της Δανάης Γιαννοπούλου.
Πηγή