Ανδριάνα Νίκου
Υπάρχουμε γιατί γεννηθήκαμε απ’ τους γονείς μας. Κι οι γονείς μας υπάρχουν γιατί γεννήθηκαν απ’ τους δικούς τους γονείς. Τη μαμά και τον μπαμπά τους. Τη γιαγιά και τον παππού μας, δηλαδή. Θέλω να σταθώ, όμως σ’ αυτές τις δύο τελευταίες λέξεις. Γιαγιά και παππούς. Δύο λέξεις μικρές, δισύλλαβες μα παράλληλα τόσο πολύτιμες, τόσο σημαντικές, τόσο γεμάτες.
Γεμάτες αγάπη, τρυφερότητα, φροντίδα, ιστορίες, παραμύθια, βόλτες, ταξίδια, εμπειρίες. Γεμάτες ζωή και ζωντάνια. Γεμάτες χαρά και ξεγνοιασιά. Τα πιο όμορφα και γλυκά συναισθήματα βρίσκονται στην ψυχή τους, στην καρδιά τους, στα πρόσωπά τους κι ανιδιοτελώς μας έχουν προικίσει με αυτά.
Αναμφιβόλως, έχετε ακούσει τη σοφή, λαϊκή ρήση που λέει «του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου». Έτσι είναι! Είμαστε δυο φορές παιδιά τους κι είναι δυο φορές γονείς μας. Είναι οι άνθρωποι που συναντήσαμε αμέσως μετά τους γονείς μας στο μαιευτήριο, μόλις είχαμε καταφτάσει σε τούτον εδώ τον κόσμο.
Άκουσαν το πρώτο μας κλάμα, το πρώτο μας γέλιο, την πρώτη μας λέξη. Μας κράτησαν σφιχτά στην αγκαλιά τους και δεν μπορούσαν να κρύψουν τη συγκίνησή τους, αφού κρατούσαν το σπλάχνο απ’ το σπλάχνο τους, ένα κομμάτι απ’ το δικό τους κομμάτι. Μια μικρογραφία του γιου τους ή της κόρης τους. Ένα ακόμη παιδί τους.
Από εκείνη την πρώτη στιγμή άρχισε να αναπτύσσεται μια σχέση ιδιαίτερη, ξεχωριστή, αγνή και μοναδική. Μεγαλώναμε εμείς, αλλά εκείνοι γίνονταν παιδιά κοντά μας.
Ατελείωτες ώρες παιχνιδιού στο μυρωδάτο κήπο της γιαγιάς –που τον περιποιούταν καθημερινά κι ανελλιπώς–, βόλτες κι εξορμήσεις με τον παππού σε μέρη που φάνταζαν μαγικά στα μικρά, γεμάτα θαυμασμό κι απορία συνάμα μάτια σου. Αναλύατε τα πάντα, για τη φύση, για τα ζώα, για τη θάλασσα ενώ στο σπίτι η γιαγιά φρόντιζε να υπάρχει στο τραπέζι το αγαπημένο σου φαγητό που κι ο καλύτερος μάγειρας στον κόσμο δεν μπορεί να το κάνει πιο νόστιμο απ’ αυτή.
Γιατί η γιαγιά βάζει το μεράκι της και την αγάπη της στα πάντα. Κι ο παππούς, βέβαια, αλλά σε άλλα θέματα. Ο παππούς ήταν φοβερός παραμυθάς κι είχε μια απίστευτη ικανότητα να σου διηγείται ιστορίες απ’ τα παλιά με τέτοιο τρόπο που κρεμόσουν απ’ τα χείλη του.
Μεγαλώνοντας, παρέμειναν ίδιοι. Μόνο που αντί να σου λένε ιστορίες, σου έκαναν δώρο τις καλύτερες συμβουλές. Ποτέ δε θα ξεχάσω τα σοφά λόγια του παππού μου που έλεγε «Σαν το μπόι σου θα βρεις, σαν τον εαυτό σου κανένα, να προσέχεις, παιδάκι μου, γιατί ο κόσμος είναι κακός» ή τη χαρακτηριστική φράση της γιαγιάς που ήταν ανέκαθεν ταπεινή και ξεστόμιζε με σιγουριά «Η απλότητα στον άνθρωπο κάνει την ομορφιά». Πόσο δίκιο είχαν; Μας συμβούλευαν όπως ακριβώς κι οι γονείς μας. Ίσως κάποιες φορές και καλύτερα.
Αν έπρεπε να βρω ένα ελάττωμα σε αυτούς τους ανθρώπους αυτό το θα ήταν το ότι όταν είμαστε κοντά τους μας «κακομαθαίνουν». Μας κάνουν όλα τα χατίρια, ανεξαιρέτως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γνωστό σε όλους «χαρτζιλίκι» της γιαγιάς και του παππού που εμείς κάναμε πως τάχα δεν το θέλουμε κι εκείνοι το έβαζαν διακριτικά στην τσέπη μας, χωρίς να το αναφέρουν πουθενά.
Είναι υπερποστατευτικοί μα δε γίνονται ούτε στο ελάχιστο επικριτικοί ή αυστηροί όπως μπορεί να ήταν με τους δικούς μας. Ακόμη κι όταν μας μάλωναν, μας μάλωναν γλυκά κι ούτε μας πέρναγε απ’ το νου ότι έχουμε κάνει γκάφα. Τις παραξενιές τους και τις ιδιοτροπίες τους δεν τις καταλάβαμε ποτέ, αφού το μόνο που τους ένοιαζε είναι να κάνουν ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους για να μας βλέπουν να χαμογελάμε.
Ακόμη κι αν αυτή τη στιγμή δε βρίσκονται κοντά μας, ξέρουμε πολύ καλά ότι μας προσέχουν από εκεί που είναι και δεν τους ξεχνάμε ποτέ. Κάποιος πεθαίνει, μόνο όταν παύεις να τον θυμάσαι. Κι εμείς δε θα πάψουμε ποτέ να τους θυμόμαστε. Τους έχουμε στο νου και στην καρδιά μας, να φυλάνε αγέρωχα τις καλύτερες αναμνήσεις μας μαζί τους.
Οι γιαγιάδες κι οι παππούδες, τελικά, είναι η απίθανη ευκαιρία που σου δίνει η ζωή να έχεις κι άλλους γονείς. Κι άλλους ανθρώπους-θησαυρούς. Επιπλέον υποστηρικτές και συμβουλάτορες. Να τους σέβεσαι, να τους εκτιμάς και να τους αγαπάς με όλο σου το «είναι», γιατί για να γίνεις εσύ αυτό που είσαι σήμερα, έχουν βάλει κι εκείνοι το λιθαράκι τους.
Επιμέλεια Κειμένου Ανδριάνας Νίκου: Πωλίνα Πανέρη
Υπάρχουμε γιατί γεννηθήκαμε απ’ τους γονείς μας. Κι οι γονείς μας υπάρχουν γιατί γεννήθηκαν απ’ τους δικούς τους γονείς. Τη μαμά και τον μπαμπά τους. Τη γιαγιά και τον παππού μας, δηλαδή. Θέλω να σταθώ, όμως σ’ αυτές τις δύο τελευταίες λέξεις. Γιαγιά και παππούς. Δύο λέξεις μικρές, δισύλλαβες μα παράλληλα τόσο πολύτιμες, τόσο σημαντικές, τόσο γεμάτες.
Γεμάτες αγάπη, τρυφερότητα, φροντίδα, ιστορίες, παραμύθια, βόλτες, ταξίδια, εμπειρίες. Γεμάτες ζωή και ζωντάνια. Γεμάτες χαρά και ξεγνοιασιά. Τα πιο όμορφα και γλυκά συναισθήματα βρίσκονται στην ψυχή τους, στην καρδιά τους, στα πρόσωπά τους κι ανιδιοτελώς μας έχουν προικίσει με αυτά.
Αναμφιβόλως, έχετε ακούσει τη σοφή, λαϊκή ρήση που λέει «του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου». Έτσι είναι! Είμαστε δυο φορές παιδιά τους κι είναι δυο φορές γονείς μας. Είναι οι άνθρωποι που συναντήσαμε αμέσως μετά τους γονείς μας στο μαιευτήριο, μόλις είχαμε καταφτάσει σε τούτον εδώ τον κόσμο.
Άκουσαν το πρώτο μας κλάμα, το πρώτο μας γέλιο, την πρώτη μας λέξη. Μας κράτησαν σφιχτά στην αγκαλιά τους και δεν μπορούσαν να κρύψουν τη συγκίνησή τους, αφού κρατούσαν το σπλάχνο απ’ το σπλάχνο τους, ένα κομμάτι απ’ το δικό τους κομμάτι. Μια μικρογραφία του γιου τους ή της κόρης τους. Ένα ακόμη παιδί τους.
Από εκείνη την πρώτη στιγμή άρχισε να αναπτύσσεται μια σχέση ιδιαίτερη, ξεχωριστή, αγνή και μοναδική. Μεγαλώναμε εμείς, αλλά εκείνοι γίνονταν παιδιά κοντά μας.
Ατελείωτες ώρες παιχνιδιού στο μυρωδάτο κήπο της γιαγιάς –που τον περιποιούταν καθημερινά κι ανελλιπώς–, βόλτες κι εξορμήσεις με τον παππού σε μέρη που φάνταζαν μαγικά στα μικρά, γεμάτα θαυμασμό κι απορία συνάμα μάτια σου. Αναλύατε τα πάντα, για τη φύση, για τα ζώα, για τη θάλασσα ενώ στο σπίτι η γιαγιά φρόντιζε να υπάρχει στο τραπέζι το αγαπημένο σου φαγητό που κι ο καλύτερος μάγειρας στον κόσμο δεν μπορεί να το κάνει πιο νόστιμο απ’ αυτή.
Γιατί η γιαγιά βάζει το μεράκι της και την αγάπη της στα πάντα. Κι ο παππούς, βέβαια, αλλά σε άλλα θέματα. Ο παππούς ήταν φοβερός παραμυθάς κι είχε μια απίστευτη ικανότητα να σου διηγείται ιστορίες απ’ τα παλιά με τέτοιο τρόπο που κρεμόσουν απ’ τα χείλη του.
Μεγαλώνοντας, παρέμειναν ίδιοι. Μόνο που αντί να σου λένε ιστορίες, σου έκαναν δώρο τις καλύτερες συμβουλές. Ποτέ δε θα ξεχάσω τα σοφά λόγια του παππού μου που έλεγε «Σαν το μπόι σου θα βρεις, σαν τον εαυτό σου κανένα, να προσέχεις, παιδάκι μου, γιατί ο κόσμος είναι κακός» ή τη χαρακτηριστική φράση της γιαγιάς που ήταν ανέκαθεν ταπεινή και ξεστόμιζε με σιγουριά «Η απλότητα στον άνθρωπο κάνει την ομορφιά». Πόσο δίκιο είχαν; Μας συμβούλευαν όπως ακριβώς κι οι γονείς μας. Ίσως κάποιες φορές και καλύτερα.
Αν έπρεπε να βρω ένα ελάττωμα σε αυτούς τους ανθρώπους αυτό το θα ήταν το ότι όταν είμαστε κοντά τους μας «κακομαθαίνουν». Μας κάνουν όλα τα χατίρια, ανεξαιρέτως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γνωστό σε όλους «χαρτζιλίκι» της γιαγιάς και του παππού που εμείς κάναμε πως τάχα δεν το θέλουμε κι εκείνοι το έβαζαν διακριτικά στην τσέπη μας, χωρίς να το αναφέρουν πουθενά.
Είναι υπερποστατευτικοί μα δε γίνονται ούτε στο ελάχιστο επικριτικοί ή αυστηροί όπως μπορεί να ήταν με τους δικούς μας. Ακόμη κι όταν μας μάλωναν, μας μάλωναν γλυκά κι ούτε μας πέρναγε απ’ το νου ότι έχουμε κάνει γκάφα. Τις παραξενιές τους και τις ιδιοτροπίες τους δεν τις καταλάβαμε ποτέ, αφού το μόνο που τους ένοιαζε είναι να κάνουν ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους για να μας βλέπουν να χαμογελάμε.
Ακόμη κι αν αυτή τη στιγμή δε βρίσκονται κοντά μας, ξέρουμε πολύ καλά ότι μας προσέχουν από εκεί που είναι και δεν τους ξεχνάμε ποτέ. Κάποιος πεθαίνει, μόνο όταν παύεις να τον θυμάσαι. Κι εμείς δε θα πάψουμε ποτέ να τους θυμόμαστε. Τους έχουμε στο νου και στην καρδιά μας, να φυλάνε αγέρωχα τις καλύτερες αναμνήσεις μας μαζί τους.
Οι γιαγιάδες κι οι παππούδες, τελικά, είναι η απίθανη ευκαιρία που σου δίνει η ζωή να έχεις κι άλλους γονείς. Κι άλλους ανθρώπους-θησαυρούς. Επιπλέον υποστηρικτές και συμβουλάτορες. Να τους σέβεσαι, να τους εκτιμάς και να τους αγαπάς με όλο σου το «είναι», γιατί για να γίνεις εσύ αυτό που είσαι σήμερα, έχουν βάλει κι εκείνοι το λιθαράκι τους.
Επιμέλεια Κειμένου Ανδριάνας Νίκου: Πωλίνα Πανέρη