Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Το 24ωρο ενός αστυνομικού


Απόψε το βράδυ, ο Τάκης θα βγει στην Αθήνα με μια μηχανή της ομάδας ΔΙΑΣ που έχει επάνω της 200.000 χιλιόμετρα. Στις ειδήσεις την ίδια ώρα θα παίζουν τίτλοι για «χρυσαυγίτες» και «επίορκους» αστυνομικούς, αλλά εκείνος, ακόμα κι αν βρέχει, θα φοράει τα ίδια ρούχα που φορούν οι άλλοι αστυνομικοί στα γραφεία τους. Και όταν έρθει το σήμα, θα τρέξει σε κάποια διεύθυνση που δεν έχει ξαναπάει, να σώσει κάποιον που δεν
έχει ξαναδεί ποτέ.

Ο Τάκης πήγε στην αστυνομία για μια σταθερή δουλειά. Ποτέ δεν διάλεξε την ομάδα ΔΙΑΣ, εκεί τον έβαλαν χωρίς να το θέλει. Αλλά τώρα πια αυτό που κάνει το αγαπάει. «Στα μάτια των πολιτών βλέπω δικούς μου ανθρώπους», λέει όταν τον ρωτάω τι κίνητρο έχει. Αλλο που οι συνθήκες κάνουν ώρες-ώρες το κίνητρο να θολώνει.

Ο Στέλιος, ο συνάδελφος του Τάκη που υπηρετεί σε τμήμα της Αττικής, λέει πως τελευταία είναι δύσκολο να κρατήσεις τη συγκέντρωσή σου. «Θα τα δώσουμε όλα για τη δουλειά αν χρειαστεί. Αλλά η αλήθεια είναι πως είμαστε όλοι εξαντλημένοι». Ο Τάκης μού μιλάει για 18 ώρες συνεχόμενη δουλειά, για απανωτές υπηρεσίες. Στην ΕΛ.ΑΣ., ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου κληρώσει την επομένη μέρα. «Μία σε στέλνουν σε σκοπιά», λέει ο Στέλιος, «μία σε περιπολία, μία σε φύλαξη κρατουμένου, μία στην Αμυγδαλέζα… Ξέρω παιδιά που έχουν δύο μήνες να πάρουν ρεπό. Εχω φτάσει να δουλέψω 56 ώρες σε μία εβδομάδα, όλες τις μέρες σερί. Τα οκτώ νυχτερινά που πληρωνόμασταν τα έκαναν έξι. Και δουλεύουμε άλλα τόσα απλήρωτοι».

Ο Τάκης είναι πιο λακωνικός. «Να στο πω αλλιώς», λέει. «Πώς θα ένιωθες απόψε στις 10 το βράδυ, αν δεν ήξερες πού θα βρίσκεσαι αύριο το πρωί; Γιατί εμείς έτσι ζούμε». Ο Στέλιος, όταν τον ρωτάω για τη ζωή στην αστυνομία, με κοιτάζει πελαγωμένος. «Τι να σας πρωτοπώ;», κάνει. «Στο τμήμα της Ομόνοιας, ξεκίνησαν οι συνάδελφοι να πάνε στη δουλειά με το περιπολικό και τους έφυγε ξαφνικά το καπό στον αέρα! Δύο άλλοι αστυνομικοί φίλοι μου φρέναραν σε μια διασταύρωση και ξαφνικά, ακούν ένα «μπαπ!» και βλέπουν να φεύγουν μπροστά μόνες τους οι δύο μπροστινές ρόδες». Ο Στέλιος με απόλυτη ψυχραιμία μου περιγράφει αστυνομικές συνθήκες βγαλμένες απ’ την καθημερινότητα της… Μποτσουάνα. «Πάω στα Jumbo και αγοράζω με δικά μου λεφτά χαρτί για φαξ που είναι φτηνό», λέει, «γιατί στο τμήμα δεν έχει και ντρέπομαι να το λέω».

Στο τέλος του μήνα, ο Στέλιος παίρνει όλα κι όλα 930 ευρώ καθαρά, «όταν έχω φουλ νυχτερινά και φουλ πενθήμερα». Ενας συνάδελφός του, στις πεζές περιπολίες, το περισσότερο που μπορεί να πάρει, είναι 850 ευρώ καθαρά. Κι έτσι η Αμυγδαλέζα, όπου υπηρετεί τώρα, με όλη της την παρακμή, είναι μία κάποια λύση. Ο Στέλιος μού δείχνει στα χέρια που έχει βγάλει αλλεργία – «κάθε φορά που πάω Αμυγδαλέζα», λέει, «έτσι γίνεται». Σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, μου εξηγεί πως «εδώ και έξι μήνες, εκεί δεν καθαρίζει κανείς πια». Τα κλιματιστικά έχουν χαλάσει, στα κοντέινερ το καλοκαίρι έχει 40 βαθμούς και τον χειμώνα μηδέν.

Τον ρωτάω αν το περίμενε να είναι έτσι η δουλειά στην αστυνομία. «Οι αστυνομικοί είμαστε ο σάκος του μποξ», λέει ο Στέλιος. «Είμαστε η βολική απάντηση στο “ποιος φταίει”». Ενας παλιότερος αστυνομικός, το λέει αλλιώς. «Η αστυνομία στην Ελλάδα είναι σαν την Παναγία. Αμα τη χρειάζεσαι, λες “βοήθα Παναγία μου”. Αμα δεν τη χρειάζεσαι, τη βρίζεις»! Ο Στέλιος μού εξηγεί πως δεν σκέφτηκε τίποτε απ’ όλ’ αυτά όταν μπήκε στο Σώμα το 2008. «Ηθελα να κάνω μια δουλειά που να είναι καλή για μένα», λέει, «αλλά να είναι καλή και για τους άλλους. Αυτό ήταν όλο». Κι ύστερα, ήρθε η νύχτα που δολοφονήθηκε ο Αλ. Γρηγορόπουλος και η ζωή του Στέλιου γύρισε ανάποδα. Η Αθήνα στις φλόγες και η εκπαίδευσή του στον αέρα. «Ντυνόμασταν στο τμήμα, σαν κλέφτες», θυμάται. «Υπήρχε τρόμος – δεν μιλούσαμε, μην καταλάβει κανείς ότι είμαστε αστυνομικοί. Κοιταζόμασταν και φοβόμασταν μη μας καταλάβουν». Αλλά τότε ο μισθός ήταν 1.200 ευρώ, «υπήρχε ακόμα και εκλογικό επίδομα 950 ευρώ», λέει ο Στέλιος. «Ημουν πιτσιρικάς, νόμιζα πως έλυσα το πρόβλημά μου».

Τώρα, με το που παίρνει τον μισθό του, αγοράζει μακαρόνια και κρέας που το βάζει στην κατάψυξη. «Στην οικογένεια έχω έξι ανέργους», λέει. «Ξέρω πως από τις 20 του μήνα θα ψάχνω για ψιλά να πάρω ψωμί». Δεν είναι ο μόνος. Σε κάποιους συναδέλφους του στέλνουν φαΐ με το λεωφορείο από την επαρχία, σαν να ήταν φοιτητές.

Ακόμα κι ο Τάκης που είναι στην ομάδα ΔΙΑΣ ίσα που φτάνει τα 1.000 ευρώ. Τον ρωτάω τι λένε οι δικοί του για όλ’ αυτά. «Η γυναίκα μου το μόνο που λέει πριν φύγω, είναι “να προσέχεις”. Κι αυτό που δεν λέει, αλλά κάνει, είναι υπομονή». Γιατί η δουλειά του Τάκη δεν είναι σαν τις άλλες. Πριν από δύο χρόνια, ένα βράδυ στο κέντρο της Αθήνας πήρε σήμα να σπεύσει στου Ρεντη. «Φτάνοντας», λέει, «είδα ένα σώμα στην άσφαλτο. Ενα άλλο το είχε μόλις πάρει το ασθενοφόρο». Ηταν η νύχτα που χτυπήθηκαν οι δύο αστυνομικοί της ΔΙΑΣ, ο Γιάννης Ευαγγελινέλης και ο Γιώργος Σκυλογιάννης. «Είπαν πολλά οι ανώτεροί μας τότε», λέει ο Τάκης. «Ηρωες που δεν θα ξεχαστούν… Δύο εβδομάδες κρατάει αυτό. Και μετά, τέλος». Μένει μόνο ο φάρος της μηχανής και το επόμενο σήμα.

της Μαριλής Μαργωμένου,
kathimerini.gr