Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΣΤΟ ΡΑΦΙ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ

Οι συνεχείς αναφορές εμπλεκομένων στην παραγωγή και εμπορία αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, έχει δημιουργήσει μια σύγχυση στους καταναλωτές και τους αγρότες σχετικά με τον τρόπο που διατίθενται αυτά στους καταναλωτές.
        


Του Γιάννη Σάρρου


Τα διατροφικά σκάνδαλα μικρά ή μεγάλα διαδέχονται το ένα μετά το άλλο και ο λόγος είναι απλός, διότι αυτός που παράγει το προϊόν (αγρότης), δεν το προωθεί στην αγορά ταυτοποιημένο και πιστοποιημένο, με αποτέλεσμα, στην πορεία το προϊόν να αλλάζει πολλές ταυτότητες και στο τέλος να βρίσκεται στο ράφι με ιδιωτική ετικέτα  αλυσίδας πολυκαταστημάτων, κυρίως πολυεθνικών. Συχνά, επίσης, παρατηρείται το γεγονός να τοποθετείται στο ράφι του πολυκαταστήματος με προϊόντα αμφιβόλου ποϊότητας και προέλευσης και η προστιθέμενη αξία του να είναι πολλαπλάσια της αρχικής του, δηλαδή αυτής του χωραφιού. Το γεγονός λοιπόν, ότι οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι δεν μπορούν να ασκήσουν καμία ουσιαστική επίδραση στον τρόπο και στην τιμή που διατίθενται τα  προϊόντα τους, δημιουργεί ένα εργασιακό αδιέξοδο που τους οδηγεί στην εγκατάλειψη του επαγγέλματός τους και στη στροφή στα αστικά κέντρα για ανεύρεση εργασίας. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, ότι η χώρα μας εισάγει τα 2/3 των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων που καταναλώνει.

Η αιτία της κατάστασης αυτής είναι σχετικά δύσκολο να βρεθεί, γιατί στο κύκλο παραγωγής και διάθεσης αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων εμπλέκονται πολλοί. Είναι πασιφανές ωστόσο, ότι ένα μέρος της ευθύνης βαραίνει τους αγρότες.  Οι Συνεταιριστικές  Οργανώσεις που γι’αυτούς αποτελούσαν το βασικό φορέα για την παρουσία τους στις αγορές, αφέθηκαν στην τύχη τους και σήμερα αποτελούν γκρίζα σελίδα στην ιστορία του αγροτικού κινήματος της χώρας μας.Το μόνο διαπραγματευτικό όπλο που έμεινε στους αγρότες και στους κτηνοτρόφους είναι τα μπλόκα στους δρόμους.
                                        

Η διεθνής εμπειρία δείχνει όμως ότι η ιδέα του Συνεργατισμού παραμένει  κυρίαρχη και επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε στις σύγχρονες οικονομικές   και   κοινωνικές  συνθήκες   πρέπει   όμως   να   αναζητήσουμε συνεργατικά και συνεταιριστικά μοντέλα που δε θα έχουν όλα εκείνα τα αρνητικά στοιχεία που χαρακτήριζαν το συνεταιριστικό παράδειγμα των προηγούμενων 30-40 χρόνων. Η βασική κατεύθυνση δεν πρέπει να είναι η παραγωγή για την επιδότηση, αλλά  η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ Η ΑΓΟΡΑ. Αυτό υποδηλώνει μια παραδειγματική μετατόπιση σε ένα μοντέλο συνεταιρισμού που περικλείει και άλλες επαγγελματικές ομάδες που έχουν άμεση σχέση με την παραγωγή, διακίνηση και εμπορία αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Τα εταιρικά αυτά επιχειρηματικά σχήματα πρέπει να έχουν στους κόλπους τους και επιστήμονες διατροφής και εμπορίας προϊόντων. Τα σχήματα αυτά πρέπει να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος στην ανάδειξη και αξιοποίηση της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής.
      
Στο ερώτημα όμως , αν ο αγρότης είναι έτοιμος για μια τέτοια μετατόπιση, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Η έρευνα δείχνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των αγροτών δεν έχει εκπαιδευτεί στη σύγχρονη τεχνολογία και δεν μπορεί να αντιληφθεί τις αλλαγές που συντελούνται στην αγορά και στο περιβάλλον σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Οι λίγες εξαιρέσεις δείχνουν ακριβώς την αναγκαιότητα να υπάρξει μια μεγάλη στροφή στην αντίληψη που έχουμε για την έννοια του συνεταιρισμού.
     
Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει ο  Φορέας της Αγροτικής Επιχειρηματικότητας, Δικτύωσης και Καινοτομίας, ο οποίος φιλοδοξεί να αποτελέσει τη γέφυρα μεταξύ γεωργών-κτηνοτρόφων και σύγχρονης επιχειρηματικής γνώσης. Προσπαθεί δηλαδή, να απαντήσει όχι μόνο στο ερώτημα, πώς θα παραχθεί ένα προϊόν, αλλά και πώς θα διατεθεί αυτό στις αγορές, εθνικές ή παγκόσμιες.

Ο Φορέας έχει ως κύριο σκοπό του να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελληνικών αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, έτσι ώστε αυτά να τύχουν μιας καλύτερης μεταχείρισης και αναγνώρισης από όλους τους καταναλωτές, εγχώριους και ξένους.  
                       
Για να γίνει αυτό ο Φορέας είναι έτοιμος να οργανώσει και να δικτυώσει ομάδες γεωργών και κτηνοτρόφων σε συλλογικά επιχειρηματικά σχήματα τα οποία θα αποτελέσουν τα αρχικά κύτταρα του Οργανισμού. Τα Συλλογικά αυτά Συνεργατικά Επιχ/κά Σχήματα (σχεδ.1) θα πλαισιωθούν με επιστήμονες διατροφής και εμπορίας προϊόντων. Κάθε τέτοιο Συνεργατικό Επιχειρηματικό Σχήμα θα έχει το δικό του κατάστημα λιανικής πώλησης αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων.  Το κάθε προϊόν που θα μπαίνει στο ράφι του καταστήματος αυτού θα πρέπει να είναι πιστοποιημένο  με τις ενδείξεις Π.Ο.Π-Π.Γ.Ε ή ΒΙΟ ή ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΑΧ/ΣΗΣ. Το σκεπτικό είναι ότι μ’αυτό τον τρόπο ο αγρότης ή ο κτηνοτρόφος είναι υπόλογος και υπεύθυνος απέναντι στον καταναλωτή, διότι το προϊόν έχει την ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ του ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ. Δημιουργείται, έτσι, μια άμεση σχέση παραγωγού-καταναλωτή, η οποία, όπως ο καθένας  αντιλαμβάνεται, είναι κομβικής σημασίας για την προώθηση ενός προϊόντος. Ο παραγωγός θα έχει για πρώτη φορά λόγο στο τρόπο και στη τιμή που διατίθεται το προϊόν του

Το κάθε προϊόν, λοιπόν, θα φέρει ονοματεπώνυμο παραγωγού, τόπο παραγωγής και ένα  ΕΘΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΥΠΟ. Το κατάστημα μπορεί να έχει στις προθήκες του και προϊόντα άλλων τέτοιων Συνεργατικών Επιχειρηματικών Σχημάτων. Η διάθεση τέτοιων προϊόντων θα αποτελεί και το συγκριτικό του πλεονέκτημα έναντι της ανωνυμίας που έχουν η πλειονότητα των προϊόντων που διακινούνται από τα πολυκαταστήματα.
        
Ο παραγωγός έχει αποφασιστικό ρόλο στο πόσο θα πουλήσει το προϊόν που αυτός παράγει, γιατί αμείβεται με βάση ένα ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΠΙ ΤΗΣ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΤΙΜΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΠΟΥ ΑΥΤΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ.   Αυτό θα γίνει με προσύμφωνο ανάμεσα σε αυτόν και στο ΦΟΡΕΑ.