Του Νίκου Τσούλια
Σε περιόδους βαθιάς κρίσης μιας χώρας και σκληρής δοκιμασίας του λαού της τίθενται προς συζήτηση τα πιο ουσιώδη ζητήματα, τα «υπαρξιακά» ερωτήματα της κοινωνίας.
Οφείλουμε να θέσουμε στο επίκεντρο των αγωνιών μας και των αγώνων μας εκείνα τα σημεία που καθορίζουν όχι απλά και μόνο τη ροή της τρέχουσας πολιτικής αλλά και εκείνα τα σημεία που γυρίζουν τη «σελίδα της ιστορίας».
Εδώ και αρκετές δεκαετίες η συζήτηση για την ανάπτυξη της χώρας και για την πρόοδο της κοινωνίας εστιάζεται στο στενό πεδίο της οικονομίας και κυρίως στο τι ξένες επενδύσεις μπορούν να έλθουν – άλλοτε από τα πετροδολάρια γενικά των Αράβων, άλλοτε από το Κατάρ και πάει λέγοντας. Αλλά είναι η οικονομία αυτόνομο πεδίο και η βάση κάθε πολιτικού διαλόγου; Δεν είναι παράγωγο και δημιούργημα της κοινωνίας και της συλλογικής δράσης των πολιτών; Και πέραν τούτων, όταν όλες οι μεγάλες και ελπιδοφόρες συζητήσεις χρόνια και χρόνια τώρα ξεκινούν και τελειώνουν στις ξένες επενδύσεις και τελικά – από ότι έχει καταδείξει η πολιτική πραγματικότητα – δεν οδηγούν σε καμιά βιώσιμη έννοια προόδου, γιατί δεν αλλάζουμε τη βασική ατζέντα του πολιτικού μας ενδιαφέροντος;
Η σημερινή εποχή μας έχει χαρακτηριστεί ως κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας (πιο ορθά είναι οικονομία της πληροφορίας) και αυτό σημαίνει ότι όλα τα κράτη έχουν θέσει στο προσκήνιο το ζήτημα της εκπαίδευσης επιχειρώντας βαθιές μεταρρυθμιστικές πολιτικές με στόχο τη συμμετοχή των χωρών τους στις νέες μεταμοντέρνες εποχές της έντονης διεθνοποίησης, της εκτεταμένης αβεβαιότητας, του μεγάλου ανταγωνισμού και της υψηλής διακινδύνευσης. Η κλασική θεώρηση της οικονομίας μετασχηματίζεται, γίνεται όλο και πιο άυλη, στηρίζεται όλο και περισσότερο στην ανθρώπινη ανάπτυξη και στη γνώση.
Και ενώ η ιστορικότητα της εποχής μας και κυρίως οι μεγάλες ανάγκες της χώρας προβάλλουν ως σηματωρό την «εικόνα της παιδείας και της μόρφωσης», η πολιτική εξουσία της χώρας εμφανίζεται ιστορικά ασύγγνωστη και λειτουργεί με στοιχεία πολιτικού αυτισμού. Όλα τα τελευταία χρόνια το πεδίο αναφοράς της είναι οι περικοπές σε μισθούς και σε συντάξεις, οι απολύσεις εργαζομένων, οι «επιταγές» και επιταγές της τρόικα και τα Μνημόνια. Δεν μπορεί να κάνει φυγή προς τα εμπρός, είναι βαλτωμένη στην αναπαραγωγή των λαθών και στην επίδειξη αυταρχισμού στους πολίτες. Πρόκειται για έναν ιδιότυπο αυταρχισμό του τύπου «δεν λογαριάζω κανέναν», για έναν αυταρχισμό φόβου, που προκύπτει από την κοινωνική της απομόνωση.
Η πολιτική εξουσία δεν φαίνεται να μπορεί να αλλάξει «πολιτικό παράδειγμα», είναι δημιουργός και δημιούργημα ταυτόχρονα της βαθιάς κρίσης. Δεν μπορεί να λειτουργήσει ως πολιτικό υποκείμενο υπέρβασης της κρίσης. Περνάνε οι μήνες και τα χρόνια και οι αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις είναι στα ίδια και στα ίδια. Ο λόγος τους είναι «αδειανό πουκάμισο». Έχουν αλλοιώσει τόσο πολύ τη γλώσσα μας που δεν μπορούν πλέον να επικοινωνήσουν με την κοινωνία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανορθολογικής λειτουργίας της κυβέρνησης είναι ο χώρος της εκπαίδευσης. Δεν υπάρχει κανένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο επί των στόχων και επί του περιεχομένου της εκπαίδευσης. Για άλλη μια φορά το σύστημα πρόσβασης των μαθητών / μαθητριών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση γίνεται ο μοναδικός άξονας παρεμβάσεων στο Λύκειο. Αντί οι πολιτικά ιθύνοντες να εμπνέουν και να ενθαρρύνουν τους εκπαιδευτικούς, αντί να τους ενισχύουν το ρόλο και την ευθύνη, τους τοποθετούν «απέναντι», τους περικόπτουν κάθε εργασιακό δικαίωμα και επιχειρούν να τους φοβίσουν και να τους μετατρέψουν σε υπαλλήλους – υπηκόους. Θεωρούν ότι με τις νομοθετικές ρυθμίσεις τους θα κάνουν «μεταρρύθμιση» – πάει και αυτή η λέξη, έχει χάσει το νόημά της -, θεωρούν ότι μια εγκύκλιος «από πάνω» θα φτάσει και θα αλλάξει τα συμβαίνοντα στις χιλιάδες επί χιλιάδων σχολικές αίθουσες σα να πρόκειται για μια τιμολογιακή πολιτική της Δ.Ε.Η.!
Ασήμαντοι και άσχετοι διαμορφώνουν το «χάρτη» του Γενικού και του Τεχνολογικού λυκείου – εξειδικεύοντας τις χωρίς ουσιαστικό σχέδιο εντολές των πολιτικών προϊσταμένων τους – χωρίς καμιά αίσθηση δέους απέναντι στο μέγα ζήτημα της εκπαίδευσης της νέας γενιάς, χωρίς καμιά ουσιαστική γνώση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έκαναν καμιά έρευνα για την εφαρμοστέα πολιτική με τη συνδρομή των πανεπιστημίων μας; Μελέτησαν την ιστορία των μεταρρυθμίσεων της εκπαίδευσής μας; Έλαβαν υπόψη τους τις μελέτες και τα πορίσματα των έγκυρων ελληνικών και διεθνών εκπαιδευτικών φορέων; Διάβασαν τις τάσεις που αναπτύσσονται στα εκπαιδευτικά συστήματα των διάφορων χωρών; Ποιοι τελικά υπογράφουν τις αλλαγές στο Λύκειο; Έχουν άποψη για τη σύγχρονη εκπαίδευση;
Θέλουμε παιδεία και μόρφωση;
Η ελληνική κοινωνία, η νεολαία μας ονειρεύονται και σχεδιάζουν τη ζωή τους στηριζόμενοι κυρίως στη μόρφωσή τους. Γιατί ξέρουν ότι μόνο έτσι μπορούν να κατακτήσουν την ελευθερία του πνεύματός των, γιατί μόνο έτσι μπορούν να δημιουργήσουν το δικό τους μέλλον. Η πολιτική εξουσία έχει ως αποκλειστικό της μέλημα την αναπαραγωγή της κρατούσας τάξης πραγμάτων, δεν θέλει χειραφετημένους πολίτες που θα αμφισβητούν και θα επιδιώκουν τη δική τους αυτοπραγμάτωση.
Εδώ είναι η μεγάλη αντίθεση, η μεγάλη αντινομία: Παιδεία και μόρφωση για ελεύθερους πολίτες ή εκπαίδευση – πληροφόρηση για εφησυχασμένες συνειδήσεις. Και αποκρύπτεται σκόπιμα η εν λόγω μεγάλη αντίθεση, γι’ αυτό δεν γίνεται καμιά αναφορά στο αξιακό πεδίο της εκπαίδευσης ούτε στην έννοια της διαπαιδαγώγησης ούτε στο τι κοινωνία και τι πολίτη θέλουμε να καλλιεργήσουμε μέσα από το σχολείο. Και οφείλουμε, εμείς οι εκπαιδευτικοί, από σεβασμό στην ιστορία της χώρας και κυρίως από ευθύνη στη νέα γενιά και στο μέλλον της, να δώσουμε τη μάχη της γόνιμης αντιπαράθεσης σ’ αυτό το πεδίο και όχι στο «άλφα» σύστημα πρόσβασης ή στο «βήτα» κλαδικό ζήτημα.- iPaideia.gr