Όλοι οι μισθωτοί, σύμφωνα με το ΚΕΠΕΑ, που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου δικαιούνται να λάβουν από τον εργοδότη τους δώρο Πάσχα.
Για τον υπολογισμό του ποσού του δώρου Πάσχα λαμβάνεται υπ' όψιν ο τρόπος αμοιβής των μισθωτών, δηλαδή αν αμείβονται με ημερομίσθιο ή με μισθό.
Η χρονική περίοδος που υπολογίζεται το δώρο αρχίζει από την 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου κάθε έτους. Συνεπώς, αν κάποιος εργαστεί ολόκληρο το ανωτέρω χρονικό διάστημα που αναφέραμε, δικαιούται να λάβει μισό μηνιαίο μισθό αν αμείβεται με μισθό και 15 ημερομίσθια αν αμείβεται με ημερομίσθιο.
Σε περίπτωση όμως που η σχέση εργασίας κάποιου μισθωτού με τον εργοδότη του δεν είχε διάρκεια ολόκληρο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, είτε γιατί αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του είτε γιατί απολύθηκε, δικαιούται να λάβει αναλογία δώρου, η οποία υπολογίζεται ως εξής:
Προκειμένου για αμειβόμενο με μισθό, ποσό ίσο με 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού ή ένα ημερομίσθιο ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής, για κάθε 8 (οκτώ) ημερολογιακές ημέρες.
Σε περίπτωση που κάποιος εργαστεί λιγότερο από οκτώ ημέρες δικαιούται ανάλογο κλάσμα για δώρο Πάσχα.
Πότε καταβάλλεται
Το δώρο Πάσχα καταβάλλεται τη Μεγάλη Τετάρτη. Εννοείται, βέβαια, ότι ο εργοδότης μπορεί να καταβάλλει το δώρο και νωρίτερα από την παραπάνω ημερομηνία. Για το δώρο Πάσχα παρακρατούνται εισφορές υπέρ του ΙΚΑ και Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών. Το δώρο Πάσχα σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να καταβληθεί σε είδος, αλλά μόνο σε χρήμα.
Χρόνοι που συνυπολογίζονται στο δώρο Πάσχα
Να επισημάνουμε, ωστόσο, ότι δεν αφαιρείται αλλά λαμβάνεται υπ' όψιν για τον υπολογισμό του δώρου Πάσχα ο χρόνος υποχρεωτικής αποχής από την εργασία των γυναικών πριν και μετά τον τοκετό.
Ο χρόνος άδειας λουτροθεραπείας, εφόσον υπάρχει γνωμάτευση από ασφαλιστικό οργανισμό.
Αν ο μισθωτός ασθένησε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, θα αφαιρεθούν μόνο οι ημέρες που έλαβε επίδομα ασθενείας από τον ασφαλιστικό φορέα.
Χρόνοι που δεν συνυπολογίζονται στο δώρο Πάσχα
Δεν υπολογίζονται οι μέρες κατά τις οποίες ο μισθωτός απείχε από την εργασία του αδικαιολόγητα ή λόγω άδειας χωρίς αποδοχές.
Δεν λαμβάνεται υπ' όψιν το διάστημα απουσίας των εργαζομένων λόγω συνδικαλιστικής δραστηριότητας (δηλαδή ο χρόνος της συνδικαλιστικής άδειας).
Σχετικά με την απεργία, η δικαστηριακή νομολογία δέχεται ότι οι ημέρες της απεργίας δεν υπολογίζονται στον χρόνο διάρκειας της εργασιακής σχέσης, γιατί η αποχή του μισθωτού οφείλεται σε δική του θέληση και δεν μπορεί επομένως να χαρακτηριστεί σαν δικαιολογημένη απουσία. Κατ' αναλογία, το ίδιο ισχύει και με τις στάσεις εργασίας, αφού και αυτές αποτελούν στην πραγματικότητα απεργία.