Η δημοσιονομική προσαρμογή που ακολούθησε το ξέσπασμα της κρίσης, η περιστολή του συνόλου των δημοσίων δαπανών, καθώς και η μείωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών και της ιδιωτικής κατανάλωσης είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο σύνολο της δημόσιας και της ιδιωτικής δαπάνης εκπαίδευσης, σύμφωνα με έρευνα που παρουσίασε το ΙΟΒΕ.
Μάλιστα η έρευνα διαπιστώνει ότι η έκταση, το βάθος, η παρατεταμένη διάρκεια της κρίσης, η μεγάλη μείωση της απασχόλησης και η οικονομική αβεβαιότητα που προκλήθηκε είχαν σημαντικές επιπτώσεις, καθώς ενέτειναν το δημογραφικό πρόβλημα, εξαιτίας της εξωτερικής μετανάστευσης Ελλήνων και αλλοδαπών που είχαν εγκατασταθεί στη χώρα, με αποτέλεσμα τη μείωση του μαθητικού πληθυσμού και τη σημαντική μείωση του αριθμού των γεννήσεων.
Όπως προκύπτει, προβλέπεται σταδιακά μεγάλη μείωση του μαθητικού πληθυσμού τα προσεχή χρόνια, που σωρευτικά μπορεί να υπερβεί το 30%.
Ανάλογα με το σενάριο της κρατικής πολιτικής που θα ακολουθηθεί τα προσεχή χρόνια (αδράνεια, προσαρμογή ή ευρωπαϊκή σύγκλιση), η διάρθρωση και η σύνθεση σε κατηγορίες της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης μπορεί να μεταβληθεί σημαντικά. Ειδικότερα, η μελέτη έδειξε ότι στο σενάριο της αδράνειας, η δαπάνη ανά μαθητή στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση προβλέπεται ότι θα αυξηθεί σωρευτικά κατά 37% μέχρι το 2035 σε σχέση με το 2015.
Στο σενάριο της προσαρμογής, η δαπάνη ανά σχολική μονάδα θα αυξηθεί κατά 27% μέχρι το 2035, ενώ η δαπάνη ανά διδάσκοντα κατά 37%. Στο τρίτο σενάριο της ευρωπαϊκής σύγκλισης, η δαπάνη ανά διδάσκοντα θα αυξηθεί επίσης κατά 37%.
Επιπλέον, με βάση τις προβλέψεις για την εξέλιξη του αριθμού των μαθητών προβλέπεται μείωση της ιδιωτικής δαπάνης για εκπαίδευση (κατά 28%), καθώς και μείωση της συνολικής (δημόσιας και ιδιωτικής) εκπαιδευτικής δαπάνης (κατά 27%) με αντίστοιχες επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας και το ΑΕΠ της χώρας.
Τα σημαντικότερα ευρήματα της μελέτης συνοψίζονται στα εξής:
Ύστερα από μια περίοδο σημαντικής επέκτασης της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης, το ξέσπασμα της κρίσης οδήγησε σε σημαντικές περικοπές, με αποτέλεσμα η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη, σε πραγματικές τιμές, να επανέλθει το 2016, στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 2000 ως ποσοστό του ΑΕΠ και ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης.
Στη διάρκεια της κρίσης σημειώθηκε σημαντική μετατόπιση της δημόσιας δαπάνης από – κυρίως- τη δευτεροβάθμια προς την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Επιπλέον, μεταβλήθηκε η σύνθεση της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης, καθώς σημειώθηκε αύξηση του μεριδίου της αποζημίωσης εργαζομένων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε βάρος των άλλων κατηγοριών δαπάνης (λειτουργικών δαπανών, υποδομών κλπ).
Από διεθνή συγκριτική σκοπιά διαπιστώθηκε, ακόμα, ότι η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, συγκριτικά με τις άλλες χώρες:
α) ως ποσοστό του ΑΕΠ και της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης, υστερεί διαχρονικά έναντι των χωρών της Ευρώπης, ακόμα και χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
β) η δαπάνη όμως για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κινείται στο μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης,
γ) κατανέμεται περισσότερο στην τριτοβάθμια και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, και λιγότερο στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση,
δ) είναι περισσότερο συγκεντρωμένη στο Κεντρικό Κράτος, έναντι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης,
ε) κατευθύνεται πολύ περισσότερο στις αποζημιώσεις εργαζομένων, σε βάρος άλλων κατηγοριών δαπανών, όπως είναι οι υποδομές, οι λειτουργικές δαπάνες και οι κοινωνικές παροχές, και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Η μελέτη διαπιστώνει, επίσης, ότι η επίπτωση της κρίσης στην ιδιωτική δαπάνη για εκπαίδευση ήταν αναλογικά μεγαλύτερη από τη δημόσια δαπάνη καθώς, ύστερα από μια περίοδο επέκτασής της πριν από την κρίση, μειώθηκε από €3,3 δις το 2009 σε €2,1 δις το 2016.
Η ιδιωτική δαπάνη των νοικοκυριών για την εκπαίδευση (σε πραγματικές τιμές) έχει μειωθεί κατακόρυφα από το 2009 και μετά, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές την εξέλιξη της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης, ύστερα από μια περίοδο σημαντικής αύξησης της (από €2,8 δισ. το 2004 σε €3,3 δισ. το 2009 και €2,1 δισ. το 2016). Ως αποτέλεσμα των αυξομειώσεων που σημειώθηκαν πριν και μετά την έναρξη της κρίσης, η ιδιωτική δαπάνη από 26% της συνολικής (δημόσιας και ιδιωτικής) δαπάνης το 2008 μειώθηκε σε 20% το 2016, καθώς η ιδιωτική δαπάνη μειώθηκε περισσότερο από τη δημόσια.
Η ιδιωτική δαπάνη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι διαχρονικά η σχετικά μεγαλύτερη. Στη διάρκεια όμως της κρίσης, μειώθηκε το μερίδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (από 55% το 2008 σε 49% το 2016) της πρωτοβάθμιας (από 19% το 2008 σε 17% το 2016) και της προσχολικής εκπαίδευσης (από 8% το 2010 σε 5% το 2016), ενώ αυξήθηκε το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (από 4% σε 9%).
Αναφορικά με τις προκλήσεις για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, η μελέτη τονίζει την ανάγκη για χάραξη εθνικής στρατηγικής για την ανεύρεση πρόσθετων πόρων για την αύξηση της χρηματοδότησής της τα προσεχή χρόνια, την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της σημερινής δημόσιας δαπάνης, και την αναδιάρθρωσή της με ανακατανομή μεταξύ εκπαιδευτικών βαθμίδων και μεταξύ κατηγοριών δαπάνης (αποζημιώσεις εργαζομένων, υποδομές, λειτουργικές δαπάνες, κοινωνικές παροχές).
Μάλιστα η έρευνα διαπιστώνει ότι η έκταση, το βάθος, η παρατεταμένη διάρκεια της κρίσης, η μεγάλη μείωση της απασχόλησης και η οικονομική αβεβαιότητα που προκλήθηκε είχαν σημαντικές επιπτώσεις, καθώς ενέτειναν το δημογραφικό πρόβλημα, εξαιτίας της εξωτερικής μετανάστευσης Ελλήνων και αλλοδαπών που είχαν εγκατασταθεί στη χώρα, με αποτέλεσμα τη μείωση του μαθητικού πληθυσμού και τη σημαντική μείωση του αριθμού των γεννήσεων.
Όπως προκύπτει, προβλέπεται σταδιακά μεγάλη μείωση του μαθητικού πληθυσμού τα προσεχή χρόνια, που σωρευτικά μπορεί να υπερβεί το 30%.
Ανάλογα με το σενάριο της κρατικής πολιτικής που θα ακολουθηθεί τα προσεχή χρόνια (αδράνεια, προσαρμογή ή ευρωπαϊκή σύγκλιση), η διάρθρωση και η σύνθεση σε κατηγορίες της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης μπορεί να μεταβληθεί σημαντικά. Ειδικότερα, η μελέτη έδειξε ότι στο σενάριο της αδράνειας, η δαπάνη ανά μαθητή στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση προβλέπεται ότι θα αυξηθεί σωρευτικά κατά 37% μέχρι το 2035 σε σχέση με το 2015.
Στο σενάριο της προσαρμογής, η δαπάνη ανά σχολική μονάδα θα αυξηθεί κατά 27% μέχρι το 2035, ενώ η δαπάνη ανά διδάσκοντα κατά 37%. Στο τρίτο σενάριο της ευρωπαϊκής σύγκλισης, η δαπάνη ανά διδάσκοντα θα αυξηθεί επίσης κατά 37%.
Επιπλέον, με βάση τις προβλέψεις για την εξέλιξη του αριθμού των μαθητών προβλέπεται μείωση της ιδιωτικής δαπάνης για εκπαίδευση (κατά 28%), καθώς και μείωση της συνολικής (δημόσιας και ιδιωτικής) εκπαιδευτικής δαπάνης (κατά 27%) με αντίστοιχες επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας και το ΑΕΠ της χώρας.
Τα σημαντικότερα ευρήματα της μελέτης συνοψίζονται στα εξής:
Ύστερα από μια περίοδο σημαντικής επέκτασης της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης, το ξέσπασμα της κρίσης οδήγησε σε σημαντικές περικοπές, με αποτέλεσμα η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη, σε πραγματικές τιμές, να επανέλθει το 2016, στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 2000 ως ποσοστό του ΑΕΠ και ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης.
Στη διάρκεια της κρίσης σημειώθηκε σημαντική μετατόπιση της δημόσιας δαπάνης από – κυρίως- τη δευτεροβάθμια προς την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Επιπλέον, μεταβλήθηκε η σύνθεση της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης, καθώς σημειώθηκε αύξηση του μεριδίου της αποζημίωσης εργαζομένων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε βάρος των άλλων κατηγοριών δαπάνης (λειτουργικών δαπανών, υποδομών κλπ).
Από διεθνή συγκριτική σκοπιά διαπιστώθηκε, ακόμα, ότι η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, συγκριτικά με τις άλλες χώρες:
α) ως ποσοστό του ΑΕΠ και της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης, υστερεί διαχρονικά έναντι των χωρών της Ευρώπης, ακόμα και χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
β) η δαπάνη όμως για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κινείται στο μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης,
γ) κατανέμεται περισσότερο στην τριτοβάθμια και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, και λιγότερο στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση,
δ) είναι περισσότερο συγκεντρωμένη στο Κεντρικό Κράτος, έναντι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης,
ε) κατευθύνεται πολύ περισσότερο στις αποζημιώσεις εργαζομένων, σε βάρος άλλων κατηγοριών δαπανών, όπως είναι οι υποδομές, οι λειτουργικές δαπάνες και οι κοινωνικές παροχές, και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Η μελέτη διαπιστώνει, επίσης, ότι η επίπτωση της κρίσης στην ιδιωτική δαπάνη για εκπαίδευση ήταν αναλογικά μεγαλύτερη από τη δημόσια δαπάνη καθώς, ύστερα από μια περίοδο επέκτασής της πριν από την κρίση, μειώθηκε από €3,3 δις το 2009 σε €2,1 δις το 2016.
Η ιδιωτική δαπάνη των νοικοκυριών για την εκπαίδευση (σε πραγματικές τιμές) έχει μειωθεί κατακόρυφα από το 2009 και μετά, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές την εξέλιξη της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης, ύστερα από μια περίοδο σημαντικής αύξησης της (από €2,8 δισ. το 2004 σε €3,3 δισ. το 2009 και €2,1 δισ. το 2016). Ως αποτέλεσμα των αυξομειώσεων που σημειώθηκαν πριν και μετά την έναρξη της κρίσης, η ιδιωτική δαπάνη από 26% της συνολικής (δημόσιας και ιδιωτικής) δαπάνης το 2008 μειώθηκε σε 20% το 2016, καθώς η ιδιωτική δαπάνη μειώθηκε περισσότερο από τη δημόσια.
Η ιδιωτική δαπάνη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι διαχρονικά η σχετικά μεγαλύτερη. Στη διάρκεια όμως της κρίσης, μειώθηκε το μερίδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (από 55% το 2008 σε 49% το 2016) της πρωτοβάθμιας (από 19% το 2008 σε 17% το 2016) και της προσχολικής εκπαίδευσης (από 8% το 2010 σε 5% το 2016), ενώ αυξήθηκε το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (από 4% σε 9%).
Αναφορικά με τις προκλήσεις για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, η μελέτη τονίζει την ανάγκη για χάραξη εθνικής στρατηγικής για την ανεύρεση πρόσθετων πόρων για την αύξηση της χρηματοδότησής της τα προσεχή χρόνια, την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της σημερινής δημόσιας δαπάνης, και την αναδιάρθρωσή της με ανακατανομή μεταξύ εκπαιδευτικών βαθμίδων και μεταξύ κατηγοριών δαπάνης (αποζημιώσεις εργαζομένων, υποδομές, λειτουργικές δαπάνες, κοινωνικές παροχές).