Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Αφανείς.Ήρωες - Ο Πατέρας του Ασωπού ποταμού

Αρχές Οκτώβρη, μεσημέρι Τετάρτης το φθινόπωρο μοιάζει με άνοιξη στην πόλη, στην πόλη που κορνάρει τα νεύρα μας, φωνάζει τα άγχη μας, φρενάρει τις ελπίδες μας σε μια άσφαλτο που προσπαθεί να ξεπυρώσει το καλοκαίρι. Σε δρόμους που καίνε λοιπόν και που διασταυρώνουν την Πανεπιστημιούπολη το Παγκράτι και τα Ιλίσια, συνάντησα τον παπά-Γιάννη Οικονομίδη, κάτσαμε να φάμε μαγειρευτό φαγητό σε μαγαζιά που μου θυμίζουν πως ο έρωτας μου με την Αθήνα είναι βαθύς και μακάρι να μη μείνει ανεκπλήρωτος. 

 
Ο παπά-Γιάννης, ζει από παιδί στα Οινόφυτα, έφυγε για να σπουδάσει μαθηματικός και επέστρεψε στον τόπο όπου σήμερα ζει, με τη γυναίκα και τους τρεις γιους του. Σήμερα, κάνει το μεταπτυχιακό του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δε σταματά να σκέφτεται το θέμα που μας έφερε αυτό το μεσημέρι κοντά, τη λύτρωση του Ασωπού ποταμού, ενός ποταμού που το νερό του μοιάζει καταραμένο απ’ το 1969. «Στα χρόνια που η Αθήνα μεγάλωνε, και οι βιομηχανίες πλήθαιναν στην Αττική, τότε ακριβώς έπρεπε να φύγουν μιας και δε γινόταν να συνυπάρχουν με τα σπίτια των ανθρώπων. Τα Οινόφυτα, ο πρώτος οικισμός της Βοιωτίας έμοιαζαν ο ιδανικός προορισμός, μιας και βρίσκονται πάνω στην εθνική οδό, έχουν τραίνο, είναι κοντά σε μεγάλες πόλεις και το κυριότερο, υπάρχει μια δωρεάν υποδομή που είναι το ποτάμι, για να πετούν τα απόβλητα τους». Μου είχαν μιλήσει για τον παπά-Γιάννη, ήξερα ότι είναι ένας άνθρωπος της εποχής μας, μακριά από συντηρητισμούς και αυθεντίες. Ο λόγος του έχει ένταση για όσα παράλογα δεν μπορεί να εξηγήσει και που όμως προσπαθεί να αποτρέψει. Θυμάται τον συναγωνιστή του που έφυγε πρόσφατα απ’ τη ζωή, σ’ αυτή τη άνιση με το σύστημα μάχη.
 «Ο Θανάσης Παντελόγλου, είπε κάποτε ότι στα Οινόφυτα σκοτώνετε τα μωρά σας. Ήταν ο πρώτος που μίλησε δημόσια για το έγκλημα του Ασωπού το 2000. Ήταν χημικός και δούλευε σε μια απ’ τις βιομηχανίες τις περιοχής με απορρυπαντικά Όταν ξαφνικά διαπιστώνει ότι το προϊόν του δεν είχε την απόδοση που είχε κάποτε, άρχισε μια έρευνα ώστε να δει ποιο απ’ τα συστατικά που χρησιμοποιεί χάλασε. Καταλήγει λοιπόν, ότι ευθύνεται το νερό του δικτύου που χρησιμοποιούσαν στην παραγωγή, το νερό δηλαδή που μας έδιναν για πόσιμο. Η γνώση του πάνω στο αντικείμενο, του έδινε τη δυνατότητα να διαβάζει πίσω απ’ τις λέξεις των όσων έλεγαν οι κρατικές υπηρεσίες, προκειμένου να κρατήσουν το πρόβλημα στην αφάνεια».
 Κοιτάζω το νερό στην κανάτα και σκέφτομαι όσα μου περιγράφει. Το βλέπω να ιδρώνει παγωμένο στο γυαλί της και νομίζω ότι το υποπτεύομαι. «Αρκεί να σκεφτείς, ότι εν γνώση της πολιτείας απ’ το ’69, οι βιομηχανίες έπαιρναν άδεια για διάθεση των αποβλήτων είτε κατευθείαν στον ποταμό είτε υπεδάφια. Φυσικά, κανείς δε γνωρίζει πόσες βιομηχανίες εδρεύουν στην περιοχή μιας και οι αδειοδοτούσες αρχές δεν κρατούν στοιχεία σε κάποιο μητρώο. Φιλοξενούμε κάθε είδους βαριά βιομηχανία και παρόλα αυτά αρνιόντουσαν κάθε μέτρηση για χημικούς ρύπους στο πόσιμο νερό, σαν να μην υπήρχαν παντού γύρω εργοστάσια. Πίναμε το θάνατο!» Όπλο στον αγώνα τους αυτό, στο ξεσκέπασμα δηλαδή μιας πολιτείας που για ακόμη μια φορά αδιαφορεί για τον άνθρωπο υπηρετώντας το θείο σκοπό του χρήματος, ήταν οι θλιβερές συνέπειες στην υγεία όσων χωρίς επιλογή πέθαιναν, εξαιτίας άλλων.
 «Μελετώντας το αρχείο αδειών της ενορίας μας, παρατηρήσαμε έκρηξη του καρκίνου ως αιτία θανάτου, καρκίνου που οι αρχές υποστήριζαν ότι μπορεί να οφείλεται στο τσιγάρο και όχι στη χρόνια έκθεση των ανθρώπων, στα βαρέα μέταλλα. Όλα αυτά συνεχίστηκαν μέχρι το 2004, όπου οι υπηρεσίες υποχρεούνται να εφαρμόσουν την εισαγόμενη από την Ε.Ε. περιβαλλοντική νομοθεσία για το πόσιμο νερό, βρίσκοντας υπερβάσεις στο όριο σε ό τι μπορείς να φανταστείς. O δήμος τότε κράτησε σιγή ιχθύος για τρία χρόνια, μέχρι δηλαδή το γενικό χημείο του κράτους, μετά από δικές μας πιέσεις, να δώσει την αρχή του νήματος, κατονομάζοντας μας έναν απ’ τους ρύπους, το χρώμιο του νερού, όπου το 90% του ήταν εξασθενές, δηλαδή ανθρωπογενούς προέλευσης. Εκεί κατέρρευσαν όλα τα επιχειρήματα των αρχών κι ξέσπασε το σκάνδαλο. Παρόλα αυτά, τα υπόγεια νερά της ευρύτερης περιοχής εξακολουθούν να θεωρούνται κατάλληλα για ανθρώπινη χρήση».
 Η κουβέντα μας με τον παπά-Γιάννη μου δημιουργεί θυμό για τον παραλογισμό που βιώνουμε σα χώρα, ελπίδες ότι δεν έχουμε πεθάνει σαν λαός όσο φωνές υψώνονται πάνω από συμφέροντα.
 «Κάναμε ασφαλιστικά μέτρα στην πολιτεία και τα κερδίσαμε. Ο τότε δήμαρχος αναγκάστηκε να στήσει δεξαμενές στο χωριό, να τις γεμίζει με νερό η ΕΥΔΑΠ και ο κόσμος να πηγαίνει να γεμίζει από εκεί με νταμιτζάνες. Μόνο στα Οινόφυτα. Ο υπόλοιπος κόσμος δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό μας, ότι αφορά περίπου 200.000 κατοίκους. Ο κόσμος δε στάθηκε δυναμικά δίπλα μας, είναι δεμένος γερά με τις βιομηχανίες 40 χρόνια τώρα. Κανείς δεν τα βάζει με το αφεντικό του, ακόμη και αν υπονομεύεται η υγεία του παιδιού του με μικρές δόσεις βαρέων μετάλλων, ακόμη και αν ποτίζονται οι καλλιέργειες με νερό μη εγγυημένης ποιότητας, σπέρνοντας ένα πέπλο αβεβαιότητας για την καταλληλότητα των προϊόντων. Τώρα πια όλοι γνωρίζουν. Και η γνώση είναι όπλο, είναι εργαλείο, είναι η βασική προϋπόθεση για να κινητοποιηθεί κάποιος». Κράτος εν κράτη και σχέσεις εξουσίας με κύριο παρονομαστή το κέρδος σ’ ένα χωρίο δίπλα στην Αθήνα που διεκδικεί τη ζωή του, ξέροντας ότι ο αγώνας τους μπορεί και να ’ναι μάταιος. Υπάρχει όμως στα αλήθεια μάταιος αγώνας; Έχουμε όντως απόσταση ασφαλείας απ’ όλα αυτά ή παραμονεύουν ανά πάσα στιγμή να δηλητηριάσουν τις ζωές μας, πρωταγωνιστώντας σε μια μικροπολιτική φάρσα; Πόσο στα αλήθεια μας τρομάζουν τα Οινόφυτα, ξέροντας ότι αύριο μπορεί η δική μας βρύση να βγάζει λάσπη, ώστε να αδιαφορούμε; Η αδιαφορία μας απέναντι στην κατάφωρη αδικία είναι ο μεγαλύτερος φόβος μας.
 «Ουδέποτε εφαρμόστηκε η νομοθεσία, ούτε η παλαιότερη ούτε η σύγχρονη παρόλο που αποκαλύψαμε τους πάντες και τα πάντα. Η τελευταία πράξη του δράματος, παίχτηκε δύο μέρες πριν τις εκλογές του Γενάρη, όταν τροποποίησαν προς το χειρότερο τη νομοθεσία που η Μπιρμπίλη είχε θεσπίσει, απαλλάσσοντας τελικά τους βιομηχάνους από τις απολύτως απαραίτητες υποχρεώσεις τους.» Η βράβευση απ’ την Ακαδημία Αθηνών, «έβαλε πλάτη» στον άνισο αγώνα τους, μιας και ο ανώτατος πνευματικός φορέας της χώρας αναγνώρισε το πρόβλημα, στιγματίζοντας έτσι την πολιτεία για την αδιαφορία της. Αναρωτιέμαι αν φοβήθηκε ποτέ, αν δέχτηκε απειλές για το ανάστημα που υψώνει τόσα χρόνια.
 «Ο μόνος μας φόβος όλα αυτά τα χρόνια, ήταν η μη αναστρέψιμη ζημιά στο περιβάλλον και στην υγεία των παιδιών μας. Δε συμβιβαστήκαμε ποτέ με αυτό το τεράστιο έλλειμμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Με το Θανάση, που δεν είναι πια μαζί μας, τον Γιάννη Κτιστάκι τον δικηγόρο που πήγε την υπόθεση μέχρι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αφιλοκερδώς και άλλους εξαιρετικούς φίλους και συνεργάτες, το πήραμε πατριωτικά. Περιμένουμε από όλους να κινητοποιηθούν, το θέμα μας αφορά όλους. Σήμερα, είμαστε πλέον μια ομάδα δεκαπέντε ατόμων και σπρώχνουμε την υπόθεση ένα βήμα παραπέρα, τίποτα δεν έχει τελειώσει για εμάς». Η κουβέντα μας τελειώνει σ’ ένα θέμα που πάντα έχεις και άλλα να πεις. Ο άνθρωπος που βρίσκεται απέναντι μου, δεν εκπροσωπεί κάποιο χωριό της Ελλάδας αλλά όλους εμάς που τυφλά βαδίζουμε σε μολυσμένα μονοπάτια κολυμπώντας την έλλειψη θάρρους μας στα θολά νερά ενός ποταμού.
 «Η οικονομική κρίση είναι σύμπτωμα της περιβαλλοντικής. Η λύση του οικολογικού προβλήματος, ισοδυναμεί με αλλαγή του τρόπου ζωής μας, πράγμα για το οποίο δεν είμαστε διευθετημένοι να κάνουμε. Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι για μας δεν υπάρχει δίλημμα ρύπανση ή ανεργία. Η ρύπανση φέρνει την ανεργία! Θέλουμε καθαρά και βιώσιμα εργοστάσια και αυτό θα το έχουμε καταφέρει όταν τα Οινόφυτα είναι τόσο όμορφα ανεπτυγμένα ώστε τα στελέχη των επιχειρήσεων, θα τα επιλέγουν για μόνιμη κατοικία τους. Σήμερα, είμαστε μια υποβαθμισμένη περιοχή, που όλοι θέλουν να φύγουν».