Παρά τις ενέσεις αισιοδοξίας που επιχειρεί η ηγεσία της ΕΕ τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι οι κοινωνικές ανισότητες παραμένουν ριζωμένες στην Ευρωζώνη.
Αυτό οφείλεται τόσο στην ίδια τη δομή της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης όσο και στην ασκούμενη πολιτική η οποία στηρίζεται στη μερκελική λιτότητα και στη βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή που είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στρατιές ανέργων και εκατομμύρια φτωχών.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το Δεκέμβριο του 2017 το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ ήταν 7,3% με 17,978 εκατομμύρια ανέργους εκ των οποίων 14,153 εκατ. στην Ευρωζώνη. Στην Ελλάδα το ποσοστό εκτινάσσεται στο 20,7% με 990.000 ανέργους. Την ίδια στιγμή στην Ισπανία η ανεργία αγγίζει το 16,4% ενώ στην Αυστρία και στο Λουξεμβούργο η ανεργία είναι 5,3% και 5,6% αντίστοιχα (Eurostat, Δεκέμβριος 2017). Στα τέλη Ιανουαρίου 2018 η ανεργία στη Γερμανία καταγράφεται στο 3,6% και στην Τσεχία στο 2,4% (Agency Europe 1/3/2018).
Επιπλέον στην Ελλάδα από τον Δεκέμβριο του 2017 ως τον Ιανουάριο του 2018 χάθηκαν 16.542 θέσεις εργασίας και οι άνεργοι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ αυξήθηκαν κατά 21.663 φτάνοντας συνολικά το 1.092.325. Το 49,59% (δηλαδή 540.755) απ΄ αυτούς ανήκουν στην κατηγορία των μακροχρόνιων ανέργων, δηλαδή των ατόμων που δεν έχουν βρει δουλειά σε διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών (Η Καθημερινή, 21/02/2018).
Σε σχέση με τη δομή της Ευρωζώνης πρέπει να επισημανθεί ότι ενώ η Οικονομική και Νομισματική Ένωση αποσκοπεί δήθεν στον περιορισμό των ελλειμμάτων των κρατών μελών της, εντούτοις τα θεσμικά της ελλείμματα είναι τεράστια με αποτέλεσμα την ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων που αρθρώνονται τόσο εντός κάθε κράτους μέλους όσο και μεταξύ των κρατών μελών του σκληρού πυρήνα και της περιφέρειας με ιδιαίτερη έμφαση στον ευρωπαϊκό νότο. Εντός των κρατών μελών της Ένωσης οι κοινωνικές ανισότητες εντείνονται λόγω της άνισης κατανομής του παραγόμενου πλούτου.
Η συνεχιζόμενη απόκλιση μεταξύ του σκληρού πυρήνα και της περιφέρειας της ΕΕ γίνεται αντιληπτή εάν παρακολουθήσει κανείς τα ποσοστά ανεργίας και ιδίως τα ποσοστά ανεργίας των νέων. Έτσι, στην Ελλάδα καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας των νέων με το ποσοστό να φτάνει το 40,8%, στην Ισπανία το 36,8% και στην Ιταλία το 32,2% καθιστώντας τις χώρες αυτές “πρωταθλήτριες” στην ανεργία των νέων, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά είναι ιδιαίτερα χαμηλά στην Τσεχία (4,9%), στη Γερμανία (6,6%), και στην Αυστρία (9,3%) (tanea.gr, 09/01/2018).
Επιπλέον, η συμμετοχή των νέων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι η δεύτερη χαμηλότερη μετά την Ιταλία. Πριν από την κρίση η απασχόληση των νέων άγγιζε το 55% ενώ μετά την κρίση φτάνει το 47% (Η Καθημερινή, 21/02/2018).
Ακόμη, η Ελλάδα παρουσιάζει τις εντονότερες εισοδηματικές ανισότητες ανάμεσα στις γενεές, μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη. Η σημερινή γενιά νέων αμείβεται 25% λιγότερο απ’ ό,τι η προγενέστερη. Επιπλέον, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων μειώθηκε κατά 23,8% από το 2007 ως το 2016, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Δύσης. Στην Ιταλία μειώθηκε κατά 9,8% και στην Ισπανία κατά 1,9%.
Τις έντονες εισοδηματικές ανισότητες στην Ελλάδα μαρτυρά και το όριο του μηνιαίου κατώτατου μισθού. Με την υπ’ αριθμόν 6 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου στις 28/2/2012 ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας μειώθηκε σε μία νύχτα από 751 ευρώ σε 586 ευρώ ή σε 511 ευρώ για τους νέους κάτω των 25 ετών. Στα ανεπτυγμένα κράτη της Ευρωζώνης το όριο αυτό ξεκινά από τα 1.000 και φτάνει ως και τα 2.000 ευρώ (Η Καθημερινή, 21/02/2018).
Όλα τα παραπάνω αυξάνουν δραματικά τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Πόσο μάλλον όταν οι συνθήκες διαβίωσης δυσχεραίνουν στην Ελλάδα καθώς σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας MARC για λογαριασμό της Περιφέρειας Αττικής, παράλληλα με τους χαμηλούς μισθούς οι Έλληνες αντιμετωπίζουν και καθυστερήσεις στην καταβολή των δεδουλευμένων τους και εργάζονται δίχως πλήρη ασφάλιση.
Έτσι στην Ελλάδα, σε συνθήκες φτώχειας βρίσκεται το 21,2% του πληθυσμού, σε συνθήκες ένδειας το 22,4%, ενώ ζει σε οικογένεια αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της ανεργίας το 17,2% του πληθυσμού. Τα αντίστοιχα μέσα ποσοστά στην ΕΕ είναι 17,3%, 7,5% και 10,4%.
Γενικότερα, σε χειρότερη κατάσταση από την Ελλάδα, αναφορικά με το ποσοστό του πληθυσμού που θεωρείται ότι βρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, είναι η Βουλγαρία (40,4%) και η Ρουμανία (38,8%). Στον αντίποδα, με ποσοστά μικρότερα του 20%, βρίσκονται κράτη όπως η Τσεχία (13,3%), η Αυστρία (18%), η Γαλλία (18,2%) και η Γερμανία (19,7%) (Eurostat, Φεβρουάριος 2018).
Για τους παραπάνω λόγους πρέπει να αλλάξει ριζικά η δομή της Ευρωζώνης, να εγκαταληφθεί η πολιτική της λιτότητας, να καταργηθεί το δρακόντειο Σύμφωνο Σταθερότητας και να μετατραπεί η ΕΚΤ σε ύστατο δανειστή. Επιπλέον η ΕΕ οφείλει να εφαρμόσει μια πολιτική που θα εγγυάται τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου.
Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά και άμεσα τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας στην ΕΕ και για να οικοδομηθεί μια Ευρώπη με τριπλό Κοινωνικό Α, είναι αναγκαίο να ληφθούν άμεσα μέτρα για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού με τη θεσμοθέτηση Ευρωπαϊκού ελάχιστου εισοδήματος, Ευρωπαϊκού ελάχιστου μισθού και Ευρωπαϊκού επιδόματος ανεργίας.
Οψόμεθα ».