Του Βαγγέλη Αποστόλου*
Για μια ακόμη φορά οι αγρότες βγαίνουν στους δρόμους κάτω από το βάρος άλυτων προβλημάτων, για μια ακόμη φορά επιλέγουν την ίδια εποχή. Αλήθεια γιατί τώρα;
Γιατί αυτή την χρονική περίοδο αποτιμάται το ετήσιο εισόδημά τους, μια και ολοκληρώνεται η καταβολή των ενισχύσεων της περασμένης χρονιάς.
Κι αυτό που βιώνουν εδώ και χρόνια είναι μια συνεχής μείωση που, όπως εκτιμάται από τη Eurostat, έπεσε σωρευτικά στο διάστημα της εξαετίας 2006-2011, κατά 22,6 %, ενώ στο ίδιο διάστημα στην Ε.Ε. των 27 το αγροτικό εισόδημα αυξήθηκε κατά 19%. Για το 2012 η απώλεια διαμορφώθηκε στο 8,9%, ενώ για το 2013 μετά την ψήφιση του μνημονίου -3 και του νέου φορολογικού νόμου η πτώση ξεπέρασε το 15%.
Συνολικά την τελευταία οχταετία η μείωση ξεπέρασε το 46%, φτάνοντας το σημερινό εισόδημα του Έλληνα αγρότη να αντιπροσωπεύει το 40% του μέσου εισοδήματος των υπόλοιπων εργαζομένων.
Γιατί διαπιστώνουν ότι η τρέχουσα χρονιά θα είναι δυσκολότερη, όχι μόνο με βάση τη μέχρι τώρα πορεία της αγροτικής δραστηριότητας, αλλά και γιατί βρίσκονται μπροστά σε πρόσθετες δυσκολίες.
Η κατάσταση για το 2014 θα είναι χειρότερη, αφού και τα κονδύλια που προβλέπονται για τον αγροτικό χώρο από τον κρατικό προϋπολογισμό κι από τις ενισχύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι δραματικά μειωμένα αλλά και η φορολογική επιδρομή πρωτοφανής.
Από το 2014 αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο θα φορολογούνται, αφού καλούνται πλέον να τηρούν βιβλία εσόδων-εξόδων, ενώ ως βάση για τον υπολογισμό του φόρου θα αποτελούν τα τιμολόγια αλλά και οι κοινοτικές αποζημιώσεις και ενισχύσεις.
Ταυτόχρονα ο φόρος τους θα υπολογίζεται από το πρώτο ευρώ με συντελεστή 13%. Επίσης, όπως ισχύει για επιχειρήσεις και επιτηδευματίες, θα κληθούν να προκαταβάλουν και φόρο 27,5% για το επόμενο έτος αλλά και ανάλογο τέλος επιτηδεύματος.
Στα παραπάνω να προσθέσουμε και την εισαγωγή στον Ενιαίο Φόρο Ακινήτων και των ακινήτων που χρησιμοποιούνται ως εργαλεία άσκησης της αγροτικής δραστηριότητας.
Γιατί βλέπουν τη δραστηριότητά τους αυτή να μην έχει συνέχεια και να οδηγείται σε εξαφάνιση. Είναι χαρακτηριστική η πορεία την τελευταία δεκαετία του ακαθάριστου γεωργικού προϊόντος, από 13% του ΑΕΠ έχει πέσει κάτω από το 3% και της απασχόλησης, από 16% στο 6%. Και το χειρότερο όλων είναι ότι ο αγροτικός κόσμος ολοένα και γερνάει, αφού το 55% είναι πάνω από 55 ετών και μόνο το 7% είναι κάτω των 35.
Είναι διαχρονική η αντίληψη ότι οι δυνατότητες απασχόλησης που προσφέρει ο χώρος στους νέους αγρότες είναι αποθαρρυντικές, παρά το γεγονός ότι ο πρωτογενής τομέας είναι ο μόνος που δεν μπορεί να πάψει να έχει τις προοπτικές.
Γιατί είναι η μόνη τάξη εργαζομένων που μπορούν να απασχολούνται περισσότερα μέλη της οικογένειας και το εισόδημά τους δεν εξατομικεύεται, αλλά υπολογίζεται και φορολογείται ως οικογενειακό. Μόνον αυτοί που έχουν ζήσει από κοντά την καθημερινότητα του αγροτικού χώρου μπορούν να καταλάβουν τις συνθήκες και τις δυσκολίες που βιώνει όλη η οικογένεια.
Ειδικά για το πρόβλημα της τήρησης βιβλίων εσόδων – εξόδων, που αποτελεί την αιχμή του δόρατος των φετινών αγροτικών κινητοποιήσεων, θα μπορούσε η Κυβέρνηση να αναστείλει την εφαρμογή της απόφασης, τουλάχιστον για ένα χρόνο, ώστε για να γίνει μια ουσιαστική συζήτηση για πολλά ζητήματα, όπως για παράδειγμα με τα πόσα μέλη της οικογενείας εργάζονται, τις συνολικές δαπάνες παραγωγής, τις αποσβέσεις κ.λ.π. Πολιτεία και αγρότες μπορούν να καταλήξουν σε μια συμφωνία που θα προσεγγίζει τη φορολόγηση του αγροτικού χώρου κατά τρόπο κοινωνικά δίκαιο και λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για το πιο αδύνατο αλλά και ελπιδοφόρο παραγωγικό ιστό της χώρας μας.
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις αναδεικνύουν για μια ακόμη φορά και τα διαρθρωτικά προβλήματα του χώρου, που σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική κρίση καθιστούν κρίσιμη ακόμη και την επιβίωσή του .
Η αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων απαιτεί την κατάργηση των μνημονίων και την εδραίωση ενός νέου παραγωγικού και διατροφικού μοντέλου. Αντ’ αυτού η Κυβέρνηση καταφεύγει σε επικοινωνιακά τεχνάσματα που επενδύουν την επίλυση των προβλημάτων στον κοινωνικό αυτοματισμό.