Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Η σύνταξη ενός μπάτσου


Ο Τάκης έκλεισε με ορμή την πόρτα πίσω του και έσφιξε τα χείλη. 

Κωλοπαιδαράδες!. Κωλοπαιδαράδες!. Η λέξη αυτή χόρευε μέσα, γύρω, πάνω, κάτω,
έξω και ξανά μέσα-έξω απ’ το κεφάλι του Τάκη. Κοίταζε γύρω-γύρω και έψαχνε. Έψαχνε να βρει κάτι, κάποιον. Οτιδήποτε. Οποιονδήποτε. Έναν, ότι να ‘ναι. Να πιαστεί μαζί του στα χέρια και να του σπάσει τα μούτρα. Να τον κάνει να φτύσει αίμα. Φταίει, δεν φταίει. Να τον κάνει κομματάκια!

Απ’ την άλλη όμως, το σταθερό μα και γρήγορο χέρι της λογικής μάζευε με ταχύτητα και μαεστρία τ’ αχνίζοντα μυαλά του και τα ξανάβαζε, πιέζοντάς τα, μέσα στο κεφάλι του. Ναι έτσι. Αυτή την εικόνα έβλεπε μπροστά του ο Τάκης. Τα μυαλά του να βράζουν και να αχνίζουν και να ξεχειλίζουν από το κεφάλι του. Και ένα μακρύ, γέρικο αλλά δυνατό χέρι, τα ξαναμάζευε και τα έβαζε στη θέση τους.

Σήμερα ξύπνησε χαράματα ο Τάκης, να ετοιμαστεί. Έβαλε τα καλά του. Παντελόνι με τσάκιση, μυρωδάτο πουκάμισο και γραβάτα. Αυτή την Ιταλική που του είχε φέρει δώρο ο κουμπάρος του, στη γιορτή του. Ήθελε να δείχνει αλλά και να αισθάνεται πολύ άνετος. Έτσι αισθανόταν ότι έπρεπε. Μεγάλη μέρα σήμερα για τον ίδιο. Είχε κλείσει ραντεβού με τον Διευθυντή. Τον μεγάλο-μεγάλο. Εκεί θα πήγαινε. Για να βάλει κάτω τα χαρτιά του, όλα τα χαρτιά του, να του υπολογίσει ο κύριος διευθυντής πόσα θα πάρει σύνταξη. Ακριβώς. Αυτός ήταν ο στόχος του Τάκη. Ο στόχος και η αιτία της χαράς και της γλυκιάς προσμονής του. Πάει καιρός τώρα που είχε συμπληρώσει το χρόνο που έπρεπε. Το χρονικό διάστημα δηλαδή που έγραφε ο Νόμος, για να μπορέσει να πάρει σύνταξη. Πλήρη σύνταξη. Και αφού πέρασε ο χρόνος που «έπρεπε», ο Τάκης το σκεφτόταν. Το βασάνισε πολύ στο μυαλό του. Να φύγω ή να κάτσω κι άλλο; Μήπως να έμενα ακόμα ένα-δυο χρόνια. Και πέρασε ο καιρός. Και το σκεφτόταν ο Τάκης.

Από προχθές όμως το πήρε απόφαση. Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, σούμα τόσο. Θα παίρνω τόσα, άρα μου μένουν τόσα για να περάσω την ζωή μου. Όχι πολυτέλειες, όχι κρουαζιέρες, όχι γούστα τρελά. Όχι. Είχε μικρούς στόχους ο Τάκης. Όπως μικρά ήταν και τα γούστα του. Και πήγε στον κύριο Διευθυντή σήμερα, κι έγινε μικρή και η ίδια του η ζωή. Γι’ αυτό ήταν έτσι σήμερα. Δεν μπορούσε να ανεχθεί άλλο αυτή την απαξίωση. Απαξίωση, όχι της δουλειάς του, του κόπου του, αλλά της ίδια του της ύπαρξής.

«Αυτά που ξέρεις, τέλειωσαν», του είπε ο κύριος Διευθυντής. Τα δεδομένα είναι διαφορετικά τώρα. Μα, ψέλλισε ο Τάκης. Δεν έχει μα και ξεμά του είπε φτύνοντας, ο κύριος Διευθυντής. Αυτή είναι η πολιτική της Κυβέρνησης.

Και ζήτησε να του υπολογίσουν τι θα πάρει με τα καινούρια δεδομένα, και λάλησε, ο Τάκης. Μηδέν το λάδι και φουλ το ξύδι ένα πράμα! Ούτε την μισή σύνταξη, απ’ όσο πήραν άλλοι πριν αυτόν, δεν του ‘βγαινε. Ούτε για να καλύψει τα τρέχοντα έξοδα….

Τριάντα χρόνια στα σκατά και τώρα να πέφτει στον κουβά! Τριάντα χρόνια στην αστυνομία. Ούτε επιχειρηματίας ήταν, ούτε βουλευτής, ούτε μητροπολίτης. Τριάντα χρόνια μπάτσος. Τριάντα χρόνια να λούζεται τα σάλια του κάθε κομπλεξικού. «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». «Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη». «Μπάτσοι, Ναζί, δουλεύουνε μαζί.» και κάθε άλλη παπαριά που κατεβάζει η κούτρα του κάθε τεμπελχανά, καλοζωισμένου τζερεμέ που φαντασιώνεται τον εαυτό του ως άλλον Τσε Γκεβάρα! Και ως ένα σημείο, όλα αυτά τα συνθήματα είναι διασκεδαστικά. Όταν όμως καλείσαι να απολογηθείς για την ουσία των καταγγελλομένων στα … συνθήματα, βγαίνεις απ’ τα ρούχα σου. Γιατί ξέρεις. Γιατί το έχεις δει το έργο, χιλιάδες φορές.

Αμ το άλλο; Ν’ ακούς τον φιλαράκο σου τον Θανασάκη, τον υπάλληλο, να απορεί μετά μανίας για την απαράδεκτη τακτική της Πολιτείας, να επιτρέπει στους αστυνομικούς να συνταξιοδοτούνται στα 55. Και ρωτάς τον Θανασάκη, γιατί ρε μεγάλε, τι ζόρι τραβάς; Γιατί εγώ, θα δουλεύω μέχρι τα 67, σου απαντά! Ναι. Και; Εσύ δουλεύεις πέντε πρωινά την εβδομάδα και κάθε Παρασκευή μεσημέρι, έρχεται η λύτρωση. Κάθε Παρασκευή μεσημέρι, πόλεμος να γίνει, εσύ θα είσαι ελεύθερος, για την οικογένειά σου, για την πάρτη σου. Εμένα με ρώτησες αν είχα ποτέ ένα Σαββατοκύριακο ελεύθερο; Ποτέ. Γιατί όλα μου τα Σαββατοκύριακα είναι αφιερωμένα σε εσένα και τους άρρωστους όμοιούς σου που το παίζετε Κουταλιανοί στα γήπεδα, επιχειρώντας να κρύψετε τις σφαλιάρες και τις παντοφλιές που τρώτε στα σπίτια και στις δουλειές σας.

Κι από κοντά το ξαδελφάκι του ο Ανδρέας. Αυτός δεν είναι δημόσιος υπάλληλος, ευτυχώς λέει. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε το κατάλληλο μέσον. Ξέρει όμως σε κάθε ευκαιρία να κραυγάζει με ύφος … Ωνάση: «Σιγά τι κάνετε όλοι εσείς. Τζάμπα σας πληρώνω!». Το προσέξατε; «Σας πληρώνω». Ποιος; Το ξαδελφάκι που ανήκει στην κατηγορία των ελευθέρων επαγγελματιών, που σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία, εισφέρουν φορολογικά σε ποσοστό 12% στα έσοδα του Κράτους! Σιγά ρε μεγάλε, ωραία. Μην μας βάλεις λεφτά αυτό τον μήνα.

Γιατί; Απορεί κι ο …. Ωνάσης. Γιατί να πάρεις σύνταξη νωρίτερα από εμένα; Γιατί ρε μεγάλε …. Ωνάση, όταν σε κλέψανε, εγώ έτρεξα να σε βοηθήσω. Γιατί όταν τράκαρες με το γρήγορο αυτοκίνητο που αγόρασες πρόσφατα, εγώ έτρεξα να σε βοηθήσω. Και σίγουρα δεν θες, σε μια κατάσταση που κινδυνεύεις, η επιβίωσή σου να εξαρτάται από έναν εξηντάχρονο. Τζαμπατζή, ε, τζαμπατζή.

Αυτά σκέφτεται σήμερα το πρωί ο Τάκης και κοντεύει να τρελαθεί. Πως καταντήσαμε έτσι ρε γαμώτο. Που πάμε ρε. Που πάμε, που ΄λεγε κι Αυλωνίτης. Χάθηκε κάθε μέτρο, κάθε λογική, κάθε σταθερή της ζωής μας. Έτσι και στις εκλογές, που άκουγε ο Τάκης για «Ίσες Ευκαιρίες», «Κοινωνική Δικαιοσύνη» και άλλα τέτοια.!

Στο δικό του μυαλό νόμιζε ότι η Πολιτεία θα βοηθούσε όλους τους … από κάτω, να ανέβουν πάνω, πιο ψηλά. Δεν φαντάστηκε ποτέ ότι στην πρακτική εφαρμογή της σήμαινε να οδηγηθούν οι από πάνω κάτω, στα … υπόγεια και να καταλήξει ο Τάκης σαν Σύριος πρόσφυγας, χωρίς να έχεις τον ήλιο μοίρα. Η πολιτική όμως υλοποιήθηκε. Όλοι Ίσοι…

Δημήτριος Χρ. Κακαβάς

http://viotikignomi.blogspot.gr/
lamiareport.gr