Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Πάολο Μπομπέλι του Τμήματος Βιοχημείας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας Current Biology, παρατήρησαν ότι περίπου 100 κάμπιες κηρόσκορου κατανάλωσαν 92 μιλιγκράμ (χιλιοστόγραμμα) πλαστικού μέσα σε 12 ώρες.
Πρόκειται για ένα σκουλήκι, την προνύμφη του κηρόσκορου (Galleria mellonella), μια παρασιτική πεταλούδα που αποτελεί μεγάλο πονοκέφαλο για τους Έλληνες και λοιπούς Ευρωπαίους μελισσοκόμους, καθώς εισχωρεί στις κυψέλες για να εναποθέσει τα αυγά της, τα οποία, όταν εκκολαφθούν και βγουν οι προνύμφες, καταστρέφουν τις κηρήθρες.
Σε λιγότερη από μια ώρα, τα έντομα αυτά είχαν ανοίξει τρύπες σε μια πλαστική σακούλα μέσα στην οποία βρίσκονταν.
Ο ρυθμός αυτός είναι πολύ ταχύτερος από εκείνο ορισμένων βακτηρίων που έχουν ανακαλυφθεί ότι επίσης βιοδιασπούν το πλαστικό, αλλά με ταχύτητα μόνο 0,13 μιλιγκράμ τη μέρα.
«Η ανακάλυψη αυτή μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο, που θα μας βοηθήσει να ξεφορτωθούμε όλα αυτά τα πλαστικά απόβλητα από πολυαιθυλένιο, τα οποία συσσωρεύονται σε χωματερές της ξηράς και στις θάλασσες» δήλωσε ο Μπομπέλι.
Το κερί της κηρήθρας είναι ένα πολυμερές, ένα είδος «φυσικού πλαστικού» με χημική δομή που μοιάζει με του πολυαιθυλενίου.
Οι εν λόγω κάμπιες που χρησιμοποιούνται ήδη ως δόλωμα από τους ερασιτέχνες αλιείς, δεν διασπούν απλώς το πλαστικό σε μικρότερα κομμάτια, αλλά μεταβάλλουν τη χημική δομή του σε γλυκόλη αιθυλενίου.
Αν οι ερευνητές εντοπίσουν ένα συγκεκριμένο ένζυμο ή ένα βακτήριο που ζει μέσα στην κάμπια, στο οποίο οφείλεται η ικανότητα του εντόμου να τρώει πλαστικά, τότε αυτή η ουσία θα μπορούσε να αναπαραχθεί σε μαζική κλίμακα με μεθόδους βιοτεχνολογίας, χωρίς να χρειάζεται να διασπείρει κανείς τα ίδια τα έντομα για να τρώνε τα απανταχού πλαστικά.
Κάθε χρόνο εκτιμάται ότι παγκοσμίως παράγονται περίπου 80 εκατομμύρια τόνοι πολυαιθυλενίου, το οποίο χρησιμοποιείται σε ποικίλες χρήσεις, όπως πλαστικές σακούλες και συσκευασίες.
Αποτελεί σχεδόν το 40% των πλαστικών προϊόντων που παράγονται στην Ευρώπη και χρειάζεται εκατοντάδες χρόνια για να διασπαστεί μόνο του στη φύση.