Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

«Τάξη» στα επικίνδυνα απόβλητα – Πόσοι τόνοι παράγονται ανά Περιφέρεια


Τον φιλόδοξο στόχο της εξάλειψης της ανεξέλεγκτης απόρριψης επικίνδυνων αποβλήτων και της διαχείρισης όλων των αποθηκευμένων από βιομηχανίες ποσοτήτων έως το 2018 θέτει το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Επικίνδυνων Αποβλήτων. Το σχέδιο, που τέθηκε «σιωπηρά» σε δεκαήμερη διαβούλευση, έρχεται με πολυετή καθυστέρηση, λίγο πριν από την επιβολή προστίμου στη χώρα μας από το Ευρωδικαστήριο για τη χαώδη κατάσταση που εξακολουθεί να επικρατεί.

Σύμφωνα με το σχέδιο και τα οσα παραθέτει σε ρεπορτάζ της η «Καθημερινή», υπολογίζεται ότι κάθε έτος παράγονται περίπου 280.000 τόνοι επικίνδυνων αποβλήτων, τα περισσότερα (περί τις 136.000 τόνους) από τις βιομηχανίες. Το 36% παράγεται στην Αττική, το 16% στην Κεντρική Μακεδονία και το 13% στη Στερεά Ελλάδα, στις περιοχές δηλαδή όπου υπάρχουν βιομηχανικές περιοχές ή άτυπες βιομηχανικές συγκεντρώσεις. Το μεγαλύτερο μέρος των επικίνδυνων αποβλήτων που παράγεται στη χώρα μας είναι χημικά (χρησιμοποιημένα έλαια, απόβλητα χημικών ουσιών, 53,8%) και ανόργανα (λ.χ. υπολείμματα καύσης, 38,8%). Αξιοσημείωτο είναι ότι η πολιτεία δεν γνωρίζει πού καταλήγει το 33% των βιομηχανικών αποβλήτων, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό αυτών (17%) αποθηκεύεται (άγνωστο για πόσο).

Oπως είναι επόμενο, λοιπόν, το Εθνικό Σχέδιο προσπαθεί να δημιουργήσει την υποδομή και την οργάνωση εκείνη, που θα βάλει μια σχετική τάξη σε αυτή την κατάσταση. Ανάμεσα στους βασικούς στόχους του είναι:

• Ολοκλήρωση του αναγκαίου δικτύου σε υποδομές διαχείρισης έως το 2020.

• Μείωση στο ελάχιστο δυνατό της συνολικής ποσότητας ανακτήσιμων αποβλήτων που προορίζονται για διάθεση.

• Συστηματική καταγραφή και παρακολούθηση των δεδομένων παραγωγής και διαχείρισης των αποβλήτων

• Δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου δεδομένων αποβλήτων, το οποίο θα είναι προσβάσιμο από όλους τους αρμόδιους φορείς. Αναμόρφωση κεντρικού μηχανισμού παρακολούθησης και ελέγχου της διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων.

• Εξάλειψη της ανεξέλεγκτης διάθεσης Ε.Α. έως το 2018.

• Για τα αποθηκευμένα απόβλητα, υποβολή σχεδίων συμμόρφωσης έως τα μέσα του 2016 και αποκατάσταση των χώρων αποθήκευσής τους μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2018, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όπως κυρίως η επικινδυνότητα και η ποσότητα.

• Τέλος, αποκατάσταση των κυριότερων ρυπασμένων χώρων διάθεσης αποβλήτων έως το 2020.

Oσον αφορά το «φλέγον» θέμα των χώρων ταφής επικινδύνων αποβλήτων, το σχέδιο προβλέπει σε πρώτη φάση την αξιοποίηση των δύο υφιστάμενων ιδιωτικών ΧΥΤΕΑ για την εξυπηρέτηση των αναγκών τρίτων, τουλάχιστον έως την ολοκλήρωση των αναγκαίων υποδομών. Και σε δεύτερη φάση την κατασκευή νέων ΧΥΤΕΑ, συνολικής δυναμικότητας 70 χιλ. τόνων ετησίως. Οπως επισημαίνει, θα πρέπει εντός του 2016 να προωθηθούν οι απαραίτητες ρυθμίσεις τόσο για τη διαμόρφωση των εν λειτουργία ΧΥΤΕΑ, προκειμένου αυτοί να μπορούν να δεχθούν τα παραγόμενα βιομηχανικά απόβλητα, όσο και για την αξιοποίηση εν λειτουργία εγκαταστάσεων, όπως ο αποτεφρωτήρας, η τσιμεντοβιομηχανία κ.ά., για την τελική διάθεση των οργανικών επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων.

Σημαντικό είναι και το πρόβλημα διαχείρισης των επικίνδυνων ιατρικών αποβλήτων (16.300 τόνοι ετησίως, εκ των οποίων, το 44% με άγνωστη κατάληξη). Το σχέδιο προτείνει την κατασκευή νέων μονάδων αποστείρωσης (ενδεχομένως και μία σε κάθε μεγάλη πόλη) και αποτέφρωσης.

Πώς φτάσαμε στην απειλή προστίμου

Πώς βρεθήκαμε σήμερα υπό την απειλή προστίμου για τα επικίνδυνα απόβλητα; Οπως εξηγεί ο κ. Χρήστος Μαλλιαρός, χημικός μηχανικός – μελετητής, οι δύο πρώτες μελέτες για τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων στη χώρα μας ανατέθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, κατ’ εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Στόχος ήταν το 2000 να λειτουργούν δύο κέντρα επεξεργασίας (με χώρους υγειονομικής ταφής), ένα στη Βόρεια Ελλάδα (Θεσσαλονίκη) και ένα στη Νότια (Αττικοβοιωτία).

Οι μελέτες ολοκληρώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να υλοποιήσει τις απαραίτητες επενδύσεις σε διάστημα 60 μηνών, με χρηματοδότηση από το Β΄ ΚΠΣ (1994-1999). Λίγο αργότερα, ζήτησε από την Ε.Ε. την πρώτη εξαετή παράταση και η χρηματοδότηση μετακινήθηκε στο Γ΄ ΚΠΣ (2000-2006). Οταν το 2004 άλλαξε η κυβέρνηση, το σχέδιο δεν είχε προχωρήσει στο ελάχιστο και έτσι μετακινήθηκε στο ΕΣΠΑ (2007-2013). Οταν το 2009 άρχισε η διαδοχή των κυβερνήσεων, η υπόθεση εξακολουθούσε να βρίσκεται στο σημείο μηδέν. «Κύρια αιτία ήταν το μικροπολιτικό κόστος», εκτιμά ο κ. Μαλλιαρός, που είχε εκπονήσει τη μία από τις δύο μελέτες της δεκαετίας του ’90. «Κανένας δεν αναλάμβανε το ρίσκο της χωροθέτησης των εγκαταστάσεων γιατί ανέμενε αντιδράσεις από τους κατοίκους. Κι έτσι η εξασφαλισμένη χρηματοδότηση κατέληγε να χαθεί».

Πηγή : «Καθημερινή» – Ρεπορτάζ : Γιώργος Λιάλιος