Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Ποιες ελληνικές πόλεις κινδυνεύουν από έναν ισχυρό σεισμό


Το σύγχρονο κτιριακό απόθεμα της χώρας, που έχει κτιστεί μετά το 1980, αντέχει σχετικά ικανοποιητικά σε έναν ισχυρό σεισμό ανάλογου μεγέθους αυτών που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια, όμως η ίδια, σχετικά αισιόδοξη ματιά δεν ισχύει για περιοχές πόλεων, που έχουν οικοδομηθεί κατά κύριο λόγο στις δεκαετίες του 1960 και 1970 ή και παλαιότερα, όταν το επίπεδο γνώσης και τεχνογνωσίας ήταν σαφέστατα υποδεέστερα του σημερινού, με συνεπακόλουθο και ο τότε αντισεισμικός κανονισμός να μην παρέχει το σημερινό επίπεδο αξιοπιστίας και ασφάλειας, λέει ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αντισεισμικής Μηχανικής (European Association for Earthquake Engineering- EAEE), καθηγητής Γεωτεχνικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Κυριαζής Πιτιλάκης.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής εκτιμά ως αναγκαία την προσεισμική ενίσχυση μεγάλων περιοχών πόλεων -ειδικά στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα- όπως και δημόσιων κτιρίων, σχολείων, νοσοκομείων και υποδομών, διαβεβαιώνοντας πάντως πως είναι σαφέστατα εφικτό να ενισχυθεί μια προβληματική κατασκευή, ανεξαρτήτως του βαθμού «προβληματικότητας».

Σε ό,τι αφορά τη σεισμική τρωτότητα των δικτύων αναφέρει πως οι υποδομές των σύγχρονων αυτοκινητοδρόμων -γέφυρες, σήραγγες, οδικά αναχώματα- είναι γενικά πολύ λιγότερο τρωτές ή ευάλωτες και το ίδιο ισχύει και για το βασικό δίκτυο φυσικού αερίου, δεν ισχύει όμως και για τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, τα οποία παρουσιάζουν πολλές αδυναμίες, κυρίως λόγω παλαιότητας και ελλιπούς συντήρησης.

Ο καθηγητής τονίζει πως ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στον έλεγχο της τρωτότητας του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς είναι το δίκτυο που επηρεάζει την ανθεκτικότητα όλων των άλλων δικτύων. Ιδιαίτερα τρωτά σημειώνει πως είναι και πολλά από τα λιμάνια της χώρας -λόγω παλαιότητας της λιμενικής υποδομής και ανεπαρκούς συντήρησης και ανανέωσης- ενώ ιδιαίτερη σημασία τονίζει πως πρέπει να δοθεί και στην εκπόνηση μελετών τρωτότητας των αεροδρομίων.

«Ευτυχώς ένας πραγματικά ισχυρός σεισμός με επίκεντρο κοντά σε ένα από τα μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα της Ελλάδος δηλαδή την Αττική, την Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, την Λάρισα ή το Ηράκλειο και την Ρόδο δεν έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια, οπότε τα δυσμενή ή δυσμενέστερα σενάρια που έχουμε εκτιμήσει δεν έχουν επαληθευθεί και εύχομαι να αργήσουν» δηλώνει, παρατηρώντας πως το πρόβλημα του υψηλού κόστους της προσεισμικής ενίσχυσης του δομικού ιστού μιας πόλης διαχρονικά λειτουργεί αποτρεπτικά για τη διαμόρφωση κατάλληλων πολιτικών και στρατηγικών υλοποίησης και αντιμετωπίζεται σε επίπεδο πολιτικής εξουσίας περίπου σαν «καυτή πατάτα». Εξηγεί όμως, ότι αυτή είναι μια λανθασμένη προσέγγιση «διότι η ενίσχυση των κατασκευών θα δημιουργήσει πλήθος δραστηριοτήτων που θα αναθερμάνουν την οικονομία και θα δημιουργήσει πλούτο και υπεραξία ικανά να αντισταθμίσουν απολύτως το όποιο κόστος, αρκεί να αναπτυχθούν κατάλληλα προς τούτο επενδυτικά και δανειοδοτικά εργαλεία».

Σχετικά με τη δυνατότητα έγκαιρης ειδοποίησης των πολιτών για επερχόμενο σεισμό και εκτίμηση του αναμενόμενου βαθμού βλάβης κτιρίων κρίσιμης σημασίας ο κ.Πιτιλάκης γνωστοποιεί ότι η τεχνολογία αυτή βρίσκεται σε επίπεδο ανάπτυξης στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και προσφάτως και στην Ευρώπη και η Ελλάδα συμμετέχοντας στις δράσεις αυτές θα έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει ένα πρωτότυπο λειτουργικό σύστημα σε διάστημα τριών χρόνων. Μια αρχική έκδοση του συστήματος αυτού, όπως γνωστοποιεί, λειτουργεί ήδη πιλοτικά σε κτίριο του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη, ενώ με χρηματοδότηση της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας θα αναπτυχθεί το σύστημα και σε σχολεία.

Αναφορικά με τις αλλαγές που προτείνονται στον νέο ευρωκώδικα -τον αντισεισμικό κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης- σημειώνει ότι για την Ελλάδα θα βελτιωθεί ο χάρτης σεισμικής επικινδυνότητας της και ο τρόπος εκτίμησης των σεισμικών φορτίων σχεδιασμού των κατασκευών λαμβάνοντας υπόψη με πιο εμπεριστατωμένο τρόπο και την επιρροή των τοπικών εδαφικών συνθηκών.

Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ