http://www.viotiki-ora.gr
Ογκώδης, λαχανιασμένη η Δαμιάνα, με πρόσωπο ρυτιδιασμένο, φουσκωμένα μάγουλα και μαλλιά μισοχτένιστα, τον έσερνε με δύναμη από την πόρτα του συνοδηγού. Από την άλλη, γονατιστή μπροστά στο τιμόνι, με σώμα τεράστιο, ίσαμε διακόσια κιλά, έσπρωχνε η κόρη τους και τα γαλαζοπράσινα, ψυχρά μάτια της σπίθιζαν φλογισμένα. Θέλανε να τον βγάλουν απ’ το αυτοκίνητο, ώσπου τα κατάφεραν και μ’ ένα βαρύ γδούπο έπεσε απάνω στην αναπηρική καρέκλα που κρατούσε ένας ξερακιανός, με όψη αλκοολικού σε αποτοξίνωση, άντρας.
―Τα καταφέραμε, είπε, κι έτριψε τα χέρια της η Δαμιάνα.
―Τώρα; Ρώτηξε η κόρη.
―Θα τον αφήσουμε εδώ τον πατέρα σου. Θα τον περιποιούνται. Θα του δίνουν καλό φαγητό και γλυκά. Να δεις, θα του αρέσει, είπε, και πέψανε μίσος, ενδιαφέρον, ψεύτικη στοργή και συμφέρον ανάκατα, τα γκριζομπλέ ξεθωριασμένα της μάτια.
―Αρέσει πολύ τα γλυκά ο μπαμπάς.
―Θα κάνει και φίλους εδώ.
―Ναι. Θάχει κοινωνική ζωή.
―Σου αρέσει εδώ Φάνη; Τον ρωτήξανε.
Ένα άναρθρο μουγκανητό που ξέφυγε απ’ το συνεχώς ανοιχτό στόμα λες κι ήτανε διανοητικά καθυστερημένος, σήμαινε, ναι.
Η γυναίκα του τίναξε τα φαρδιά της ρούχα, σκόρπισε ένα σύννεφο σκόνης, αναστέναξε με ανακούφιση.
―Πάει κι αυτό. Βγάλαμε ένα βάρος, είπε.
Περίμεναν λίγο, του είπανε πως γιορτάρες μέρες έρχονται, πολλές οι δουλειές, κόκκινα αυγά, κουλούρια, μαγειρίτσα, κοκορέτσι, εκκλησία κι ετοιμασίες για τους φίλους που θα πήγαιναν, δεν ήταν εύκολο να τον δούνε. Ανήμερα το Πάσχα όμως, θα τσουγκρίζανε μαζί του το κόκκινο αυγό. Τον φίλησαν μετά στο μέτωπο και του ευχηθήκανε καλή Ανάσταση.
Εκείνος, έμενε απολιθωμένος, δεν άκουγε, δε μιλούσε δεν κούνησε μηδέ το δαχτυλάκι του.
Κοιταχτήκανε μετά κόρη και μάνα, μαζί κι ο Δημητρός, κίνησαν να φύγουν αλαφρωμένοι.
Ως κάνανε μεταβολή, βόγκηξε πονεμένα, αδιαφόρησαν. Μόνο ο Δημητρός που ποτέ δεν τον είχε δεχτεί στο αρχοντικό του γιατί ήτανε φτωχός, αγράμματος κι έπινε πολύ, νοιάστηκε, πισωγύρισε.
―Είσαι καλά, κυρ Φάνη;
―Μμμμ!
―Καλή διαμονή σου εύχομαι. Πέντε χρόνια βοηθούσα και σε πήγαινα όπου ήθελες. Τώρα, σειρά έχει το γηροκομείο.
―Μοναξιά. Τη φοβάμαι τη μοναξιά, άρθρωσε αυτός με κόπο.
―Θες να έρχομαι να σου κάνω παρέα;
―Να φύγεις. Η αποστολή σου έληξε.
Πικράθηκε ο Δημητρός, ήρθανε αναρίθμητες οι φορές που τον είχε διώξει, σκούπισε τα μάτια του, κατάπιε και τούτο το φαρμάκι, είπε ξερά.
―Σε λυπάμαι γιατί είσαι της αδερφής μου άντρας, μα τι να κάνω;
Τους έβλεπε να απομακρύνονται, η μοναξιά τον τύλιγε, η εγκατάλειψη τον έπνιγε κι ένας κόμπος έσφιγγε την καρδιά του.
Προχώρησε η Μεγαλοβδομάδα χωρίς κανένας να έρθει. Και σωριάζονταν, ένα άψυχο σώμα, στην αναπηρική καρέκλα, κουκουλωνόταν μια κουβέρτα, σφαλνούσε τα χωμένα σε ζαρωμένα ξίγκια μάτια του και βαριανάσαινε.
Σε κανένα δε μιλούσε, δύσκολα έτρωγε κι ερχόντουσαν ματωμένα πυροτεχνήματα της ζήσης του ογδόντα χρόνια γεμάτα ταξίδια, μεγαλεία, πλούτη, συμπόσια μυθικά, και η σκληρή αντιμετώπιση προς όλους. Από μάνα, αδέρφια, συγγενείς μέχρι γυναίκα. Γινότανε καλός κι ευγενικός όταν μυριζότανε κέρδος, θεμιτό ή αθέμιτο. Πέρασαν μπροστά του δικοί και ξένοι που εκμεταλλεύτηκε, φοβήθηκε, τρόμαξε, είδε τα μαρτύρια που τους έκανε, ταξίδεψε πάλι στην υφήλιο ολάκερη όπως τότε στο ερωτικό του ταξίδι με τα ορφανά να στενάζουν, κι ένα χάος απύθμενο ανοίχτηκε μπροστά του, μια άβυσσος, έτοιμη να τον καταπιεί.
Και τώρα;. Τα δυο παιδιά του με διδακτορικά, περιουσίες κι ακριβοπληρωμένες δουλειές στην Αμερική, γυναίκα και κόρη στα παλάτια που ο ίδιος έχτισε, να κολυμπούν σε χρυσό και καταθέσεις, κι αυτός, εδώ, στο φριχτό γηροκομείο.
Ένας βραχνάς ανέβηκε απ’ τα πνεμόνια του, να τον πνίξει, πάγωσε το αίμα του, κι άξαφνα, Μεγάλη Πέμπτη βράδυ σαν άκουσε την πένθιμη καμπάνα, άστραψε, πετάχτηκαν απ’ το φως οι τρεις Σταυροί στο Γολγοθά, είδε τον ληστή εκ δεξιών να μιλάει στον Ιησού, τρόμαξε, τράβηξε το σκοινάκι δίπλα του, ήρθε μια νοσοκόμα, της ζήτησε χαρτί και μολύβι.
Σαν ήρθανε ανήμερα το Πάσχα να τσουγκρίσουν μαζί του το κόκκινο αυγό, έλειπε. Τους είπανε πως ο κυρ Φάνης φώναξε δικηγόρο, του έδωσε μια χειρόγραφή διαθήκη, υπέγραψε κάτι χαρτιά και πριν λίγο, μετά από ένα δυνατό εγκεφαλικό, κοιμήθηκε ήρεμος.
Μαθεύτηκε πως την τεράστια περιουσία του μοίρασε σε όσους είχε αδικήσει και σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Γιώργος Καμβυσέλλης
gkamvysellis@yahoo.gr
Ογκώδης, λαχανιασμένη η Δαμιάνα, με πρόσωπο ρυτιδιασμένο, φουσκωμένα μάγουλα και μαλλιά μισοχτένιστα, τον έσερνε με δύναμη από την πόρτα του συνοδηγού. Από την άλλη, γονατιστή μπροστά στο τιμόνι, με σώμα τεράστιο, ίσαμε διακόσια κιλά, έσπρωχνε η κόρη τους και τα γαλαζοπράσινα, ψυχρά μάτια της σπίθιζαν φλογισμένα. Θέλανε να τον βγάλουν απ’ το αυτοκίνητο, ώσπου τα κατάφεραν και μ’ ένα βαρύ γδούπο έπεσε απάνω στην αναπηρική καρέκλα που κρατούσε ένας ξερακιανός, με όψη αλκοολικού σε αποτοξίνωση, άντρας.
―Τα καταφέραμε, είπε, κι έτριψε τα χέρια της η Δαμιάνα.
―Τώρα; Ρώτηξε η κόρη.
―Θα τον αφήσουμε εδώ τον πατέρα σου. Θα τον περιποιούνται. Θα του δίνουν καλό φαγητό και γλυκά. Να δεις, θα του αρέσει, είπε, και πέψανε μίσος, ενδιαφέρον, ψεύτικη στοργή και συμφέρον ανάκατα, τα γκριζομπλέ ξεθωριασμένα της μάτια.
―Αρέσει πολύ τα γλυκά ο μπαμπάς.
―Θα κάνει και φίλους εδώ.
―Ναι. Θάχει κοινωνική ζωή.
―Σου αρέσει εδώ Φάνη; Τον ρωτήξανε.
Ένα άναρθρο μουγκανητό που ξέφυγε απ’ το συνεχώς ανοιχτό στόμα λες κι ήτανε διανοητικά καθυστερημένος, σήμαινε, ναι.
Η γυναίκα του τίναξε τα φαρδιά της ρούχα, σκόρπισε ένα σύννεφο σκόνης, αναστέναξε με ανακούφιση.
―Πάει κι αυτό. Βγάλαμε ένα βάρος, είπε.
Περίμεναν λίγο, του είπανε πως γιορτάρες μέρες έρχονται, πολλές οι δουλειές, κόκκινα αυγά, κουλούρια, μαγειρίτσα, κοκορέτσι, εκκλησία κι ετοιμασίες για τους φίλους που θα πήγαιναν, δεν ήταν εύκολο να τον δούνε. Ανήμερα το Πάσχα όμως, θα τσουγκρίζανε μαζί του το κόκκινο αυγό. Τον φίλησαν μετά στο μέτωπο και του ευχηθήκανε καλή Ανάσταση.
Εκείνος, έμενε απολιθωμένος, δεν άκουγε, δε μιλούσε δεν κούνησε μηδέ το δαχτυλάκι του.
Κοιταχτήκανε μετά κόρη και μάνα, μαζί κι ο Δημητρός, κίνησαν να φύγουν αλαφρωμένοι.
Ως κάνανε μεταβολή, βόγκηξε πονεμένα, αδιαφόρησαν. Μόνο ο Δημητρός που ποτέ δεν τον είχε δεχτεί στο αρχοντικό του γιατί ήτανε φτωχός, αγράμματος κι έπινε πολύ, νοιάστηκε, πισωγύρισε.
―Είσαι καλά, κυρ Φάνη;
―Μμμμ!
―Καλή διαμονή σου εύχομαι. Πέντε χρόνια βοηθούσα και σε πήγαινα όπου ήθελες. Τώρα, σειρά έχει το γηροκομείο.
―Μοναξιά. Τη φοβάμαι τη μοναξιά, άρθρωσε αυτός με κόπο.
―Θες να έρχομαι να σου κάνω παρέα;
―Να φύγεις. Η αποστολή σου έληξε.
Πικράθηκε ο Δημητρός, ήρθανε αναρίθμητες οι φορές που τον είχε διώξει, σκούπισε τα μάτια του, κατάπιε και τούτο το φαρμάκι, είπε ξερά.
―Σε λυπάμαι γιατί είσαι της αδερφής μου άντρας, μα τι να κάνω;
Τους έβλεπε να απομακρύνονται, η μοναξιά τον τύλιγε, η εγκατάλειψη τον έπνιγε κι ένας κόμπος έσφιγγε την καρδιά του.
Προχώρησε η Μεγαλοβδομάδα χωρίς κανένας να έρθει. Και σωριάζονταν, ένα άψυχο σώμα, στην αναπηρική καρέκλα, κουκουλωνόταν μια κουβέρτα, σφαλνούσε τα χωμένα σε ζαρωμένα ξίγκια μάτια του και βαριανάσαινε.
Σε κανένα δε μιλούσε, δύσκολα έτρωγε κι ερχόντουσαν ματωμένα πυροτεχνήματα της ζήσης του ογδόντα χρόνια γεμάτα ταξίδια, μεγαλεία, πλούτη, συμπόσια μυθικά, και η σκληρή αντιμετώπιση προς όλους. Από μάνα, αδέρφια, συγγενείς μέχρι γυναίκα. Γινότανε καλός κι ευγενικός όταν μυριζότανε κέρδος, θεμιτό ή αθέμιτο. Πέρασαν μπροστά του δικοί και ξένοι που εκμεταλλεύτηκε, φοβήθηκε, τρόμαξε, είδε τα μαρτύρια που τους έκανε, ταξίδεψε πάλι στην υφήλιο ολάκερη όπως τότε στο ερωτικό του ταξίδι με τα ορφανά να στενάζουν, κι ένα χάος απύθμενο ανοίχτηκε μπροστά του, μια άβυσσος, έτοιμη να τον καταπιεί.
Και τώρα;. Τα δυο παιδιά του με διδακτορικά, περιουσίες κι ακριβοπληρωμένες δουλειές στην Αμερική, γυναίκα και κόρη στα παλάτια που ο ίδιος έχτισε, να κολυμπούν σε χρυσό και καταθέσεις, κι αυτός, εδώ, στο φριχτό γηροκομείο.
Ένας βραχνάς ανέβηκε απ’ τα πνεμόνια του, να τον πνίξει, πάγωσε το αίμα του, κι άξαφνα, Μεγάλη Πέμπτη βράδυ σαν άκουσε την πένθιμη καμπάνα, άστραψε, πετάχτηκαν απ’ το φως οι τρεις Σταυροί στο Γολγοθά, είδε τον ληστή εκ δεξιών να μιλάει στον Ιησού, τρόμαξε, τράβηξε το σκοινάκι δίπλα του, ήρθε μια νοσοκόμα, της ζήτησε χαρτί και μολύβι.
Σαν ήρθανε ανήμερα το Πάσχα να τσουγκρίσουν μαζί του το κόκκινο αυγό, έλειπε. Τους είπανε πως ο κυρ Φάνης φώναξε δικηγόρο, του έδωσε μια χειρόγραφή διαθήκη, υπέγραψε κάτι χαρτιά και πριν λίγο, μετά από ένα δυνατό εγκεφαλικό, κοιμήθηκε ήρεμος.
Μαθεύτηκε πως την τεράστια περιουσία του μοίρασε σε όσους είχε αδικήσει και σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Γιώργος Καμβυσέλλης
gkamvysellis@yahoo.gr