Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

Σε Αττική και Πελοπόννησο τα περισσότερα κρούσματα ιλαράς


Αύξηση καταγράφουν τα περιστατικά ιλαράς στη χώρα μας, με τους ειδικούς να κάνουν έκκληση για πλήρη εμβολιασμό τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων.

Έως και χθες είχαν δηλωθεί στο Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων 166 κρούσματα ιλαράς με μεγαλύτερη συχνότητα στη Νότια Ελλάδα, κυρίως Αττική και Πελοπόννησο.

Σύμφωνα μάλιστα με το ΚΕΕΛΠΝΟ, για το ερχόμενο διάστημα δεν μπορεί να αποκλειστεί αύξηση των κρουσμάτων και επέκτασή τους και σε άλλες γεωγραφικές περιοχές.

Στην πλειονότητά τους, οι ασθενείς με ιλαρά είναι άτομα ελληνικής υπηκοότητας, και κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά (σχεδόν το 75% των περιστατικών αφορά σε αυτό τον πληθυσμό),

αλλά και ενήλικες 25 έως 44 ετών από τον γενικό πληθυσμό, μεταξύ των οποίων γιατροί και άλλοι επαγγελματίες υγείας που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι.

Μάλιστα, η ιλαρά «χτύπησε» και το ΕΣΥ και όπως καταγγέλλει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων, στο Θριάσιο νοσοκομείο έχουν προσβληθεί ένας γιατρός, δύο νοσηλευτές και δύο υπάλληλοι κυλικείου από τη νόσο.

Η ομοσπονδία κατηγορεί το υπουργείο Υγείας και το ΚΕΕΛΠΝΟ για εγκληματική καθυστέρηση και αναφέρει ότι «αν και τα κρούσματα εμφανίστηκαν πριν από ένα μήνα, μόλις πριν από λίγες ημέρες το ΚΕΕΛΠΝΟ έστειλε οδηγία στα νοσοκομεία για έλεγχο αντισωμάτων στους επαγγελματίες που γεννήθηκαν μετά το 1972 και δεν έχουν κάνει τις δύο δόσεις εμβολίου ιλαράς».

Με αφορμή την επιδημική έξαρση της ιλαράς στην Ελλάδα, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών συστήνει τον άμεσο εμβολιασμό με το εμβόλιο ΜΜR (ιλαράς – ερυθράς – παρωτίτιδας) παιδιών, εφήβων και ενηλίκων που δεν έχουν εμβολιαστεί με τις απαραίτητες δόσεις.

Συγκεκριμένα, για τους ενήλικες αναφέρεται ότι όσοι έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν ιστορικό νόσου πρέπει να είναι εμβολιασμένοι με δύο δόσεις εμβολίου για την ιλαρά.

Για τα παιδιά η πρώτη δόση του εμβολίου θα πρέπει να γίνεται στην ηλικία των 12 μηνών και η δεύτερη τρεις μήνες μετά, ή σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου τέσσερις εβδομάδες.

via