Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Σε τι κόσμο μπαμπά με έχεις φέρει να ζήσω...

Ήμουν μικρός και μου παρουσίασαν τη χώρα μου σαν το λίκνο των πολιτισμών. Μου έμαθαν να κάνω όνειρα και να έχω φιλοδοξίες. Να μην φοβάμαι και να μην ανησυχώ για αυτό, γιατί είναι κάτι που δεν μπορούν να μου το στερήσουν. Για μια στιγμή τόλμησα να πιστέψω ότι ο κόσμος αυτός μου "ανήκει".
Ανήκει σε μένα , σε σένα , στους φίλους μας και σε όλους μας μαζί, που μας έκαναν να νιώθουμε ξεχωριστοί... και μοναδικοί. Ο κόσμος αυτός λοιπόν στεκόταν αγέρωχος, περιμένοντας υπομονετικά το πλήρωμα του χρόνου, έτοιμος να δώσει μορφή και υπόσταση σε όλα αυτά τα όνειρα.
Διάβασα, σπούδασα, νόμισα πως είδα τον ονειροπαρμένο δρόμο μου να χαράσσεται, να σχηματίζει την δική μου πορεία στο κεφάλαιο που λέγεται ζωή. Πήρα όλα εκείνα τα εφόδια που έπρεπε να έχω κατακτήσει. Εφόδια, που τόσο πολύ πάλεψα για αυτά, με πολύ κόπο και πολύ ιδρώτα. «Έπρεπε». Ήταν μεγάλος ο βομβαρδισμός και η πίεση της... ψυχολογίας μου από το κοινωνικό σύστημα. Δεν μπορούσε να με δεχτεί αλλιώς, αμόρφωτο αλλά με συνείδηση. «Έπρεπε» να τα καταφέρω. Έτσι και έγινε, τα κατάφερα, και γω και οι περισσότεροι από τις 11.000.000 μοναδικές ανθρώπινες προσωπικότητες που υπάρχουν σε αυτήν την χώρα. Η θαλπωρή του πανεπιστήμιου με διατηρούσε αποκομμένο από τη πραγματική διάσταση της ζωής. Δεν με πείραζε τότε. Βολικό φαινόταν. Τέλειωσε όμως και τούτο το κεφάλαιο.
Μου είπες ότι τώρα πλέον ήρθε η στίγμα να ανοίξω τα φτερά μου. Να κλείσω σε ένα μικρό κουτάκι όλα μου τα εφόδια , να τα σηκώσω στη πλάτη μου, και να ξεκινήσω το μακρινό ταξίδι προς το εξιδανικευμένο πεπρωμένο μου. Το βάρος έμοιαζε πανάλαφρο, σαν πούπουλο . Ξεκίνησα λοιπόν για αυτό που εγώ έστησα τόσα χρόνια πάνω στις φιλοδοξίες και τους στόχους μου. Είχα την εντύπωση ότι ο κόσμος μας έχει χώρο για τα όνειρα του καθενός. Ότι κάπου εκεί είναι και δική μου πόρτα και περιμένει ερμητικά κλειστή να πάω να την ανοίξω διάπλατα με το κλειδί που κουβαλαώ επάνω μου.
Τρόμαξα να μεγαλώσω. Είδα ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η κοινωνία και η χώρα μας δεν είχαν χώρο στην «αποθηκούλα» τους για μένα. Το βάρος στη πλάτη μου με λύγισε. Στο ταξίδι μου αυτό θέλησα να νιώσω παραγωγικός. Δούλεψα. Τα κατάφερα καλά, αλλά «αναγκάστηκα» να φύγω ελέω κάποιας σκληρής γυναίκας που την ονόμαζαν «οικονομική κρίση». Δούλεψα ξανά, μέσα σε υποχειριακές και υποτελειακές καταστάσεις προκειμένου να βγάλω τα προς τω ζην. Μάλλον είχα «σαγηνέψει» αυτήν την γυναίκα και με ήθελε κοντά της. Δεν με αποχωριζόταν ποτέ. Απολύθηκα. Και η ιστορία συνεχίζεται..
Άκουσα να λένε για ένα μαγαζάκι που μπορείς να ξεπουλήσεις τα όνειρα σου. Το σκέφτηκα σοβαρά γιατί χρειαζόμουν χρήματα. Άλλωστε είχαν μείνει και αυτά εγκλωβισμένα μέσα στο κουτάκι. Δεν τα απελευθέρωσα ποτέ. Δεν μου δόθηκε ο χώρος και ο χρόνος. Που και που έριχνα μια κλεφτή ματιά αλλά ως εκεί. Αυτά τα πράγματα δυστυχώς μπαμπά δεν μου τα είχες υποδείξει… Δεν σε κατηγορώ. Έκανες ότι μπορούσες. Δεν φταις εσύ .Ο ρεαλισμός με σκότωσε. Σκότωσε τα όνειρα μου που είχα στοιβάξει σαν πύργο, το ένα πάνω στο άλλο. Έφτασα στο απόγειο του πύργου και προσπάθησα να ακουμπήσω την κορυφή του. Η σκάλα που οδηγούσε εκεί, γκρεμίστηκε παρασέρνοντας μαζί και τα όνειρα μου. Προσγειώθηκα ανώμαλα. Ίσως ήρθε η στιγμή να βρω άλλη χώρα να επουλώσει τις πληγές μου.
Σας ευχαριστώ κύριοι πολιτικοί που με διώχνεται από τη χώρα μου και σας κατηγορώ για δολοφονία από πρόθεση των ονείρων μου. Των ονείρων των παιδιών αυτής της χώρας. Σας είμαι ευγνώμων."