Προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας την ακύρωση της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία τέθηκαν σε ισχύ σειρά μέτρων για τα εργασιακά, σε εφαρμογή των δεσμεύσεων της νέας δανειακής σύμβασης, θα καταθέσει άμεσα η ΓΣΕΕ.
Όπως αναφέρει στη σχετική ανακοίνωσή της η Συνομοσπονδία, οι επιπτώσεις των μέτρων αποτυπώνονται στη βίαιη υποβάθμιση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων, οι οποίοι, μετά την πρωτοφανή δραματική μείωση και αυτών ακόμη των κατώτατων ορίων μισθών και...
ημερομισθίων της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, οδηγούνται απροκάλυπτα στην ατομική διαπραγμάτευση με τον εργοδότη.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, πρόκειται για μέτρα που, «μέσω της βίαιης επέμβασης στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καταλύουν τη συλλογική αυτονομία και οδηγούν σε πλήρη κατάρρευση θεμελιώδη ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Εκθεμελιώνουν κάθε έννοια προστασίας που παρέχει το Εργατικό Δίκαιο της χώρας, πλήττουν τη συνδικαλιστική ελευθερία και οδηγούν σε περαιτέρω μείωση εισοδημάτων αλλά και σε ύφεση την οικονομία».
Καταλήγοντας η Συνομοσπονδία τονίζει ότι είναι αποφασισμένη να αντιπαλέψει με κάθε τρόπο και κάθε μέσο σε εθνικούς και ευρωπαϊκούς θεσμούς, «τις αυθαίρετες αντικοινωνικές και παράνομες παρεμβάσεις στο εργασιακό θεσμικό πλαίσιο».
Στο μεταξύ, παρά το ότι οι εργοδοτικές οργανώσεις τάσσονται υπέρ της υπογραφής κλαδικών συμβάσεων, σύμφωνα με συνδικαλιστικά στελέχη, πολλοί επιχειρηματίες εμφανίζονται απρόθυμοι να πάρουν μέρος στη διαπραγμάτευση και απειλούν με αποχώρηση από τις ομοσπονδίες, προκειμένου να μη δεσμευτούν από τις νέες κλαδικές συμβάσεις.
Ο νέος νόμος ορίζει, ότι μετά τη λήξη των κλαδικών συμβάσεων ισχύει ο βασικός κλαδικός μισθός και τα βασικά επιδόματα, αλλά δεν εμποδίζει την υπογραφή ατομικών συμβάσεων με βάση την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που προβλέπει αμοιβές ακόμη και κατά 40% χαμηλότερες από τις κλαδικές.