Έντονη η ζήτηση από επιχειρήσεις κατεψυγμένων έτοιμων γευμάτων.
Στην καλλιέργεια του «όρθιου» σπανακιού για βιομηχανική χρήση στρέφεται ένας σημαντικός αριθμός αγροτών στην ευρύτερη περιοχή της Βοιωτίας και της Εύβοιας, αξιοποιώντας την αυξημένη ζήτηση από τη βιομηχανία τροφίμων.
Το εγχείρημα που πηγαίνει κόντρα στην τάση για μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων του συγκεκριμένου φυλλώδους λαχανικού στις δύο παραπάνω περιοχές υλοποιείται σε συνεργασία με επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στους κλάδους έτοιμης σαλάτας, έτοιμης σπανακόπιτας, αλλά και κατεψυγμένων προϊόντων. Η απουσία οργανωμένων ομάδων, ωστόσο, δεν επιτρέπει στους καλλιεργητές να αντλήσουν τη μέγιστη δυνατή υπεραξία από την προσπάθειά τους. Όπως αναφέρουν στην «ΥΧ», δεν είναι λίγες οι φορές που οι συμφωνίες που συνάπτονται με τις εταιρείες αθετούνται, χωρίς οι ίδιοι να έχουν κάποια δικλίδα ασφαλείας.
«Κάθε χρόνο καλλιεργώ περίπου 200 στρέμματα. Η διαφορά με το κλασικό σπανάκι είναι στον τρόπο καλλιέργειας», λέει στην «ΥΧ» ο Νίκος Φαλάρης από τον Ορχομενό, περιγράφοντας την εμπειρία του από το εγχείρημα. «Xρησιμοποιούμε μεγαλύτερη ποσότητα σπόρου σε σχέση με τον κλασικό τρόπο παραγωγής, περίπου 100.000 σπόρους ανά στρέμμα. Συνεργάζομαι με βιομηχανίες και βιοτεχνίες που παράγουν κατεψυγμένα προϊόντα και έτοιμες σαλάτες. Οι συμφωνίες γίνονται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα χωρίς, όμως, να τηρούνται στον μέγιστο βαθμό οι αρχικές δεσμεύσεις», σημειώνει.
Ο ίδιος προσθέτει ότι η γενικότερη οικονομική κατάσταση δημιουργεί μια τάση μείωσης της παραγωγής λόγω της μειωμένης ζήτησης. Επιπλέον, όπως εξηγεί, «η αύξηση του κόστους παραγωγής «σε σχέση με την τιμή που πουλάμε τα τελευταία χρόνια (0,80 ευρώ το κιλό) δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αύξηση του εισοδήματός μας. Οι σπόροι είναι εισαγόμενοι, διότι οι απαιτήσεις στην ανθεκτικότητα των ασθενειών είναι καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας. Δυστυχώς, η εγχώρια σποροπαραγωγή δεν μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς. Ένα μεγάλο μέρος της συλλογής του προϊόντος γίνεται με χειρωνακτική εργασία, λόγω των εδαφοκλιματολογικών συνθηκών κατά τη χειμερινή περίοδο. Η χρήση μηχανημάτων περιορίζεται, με αποτέλεσμα να έχουμε αύξηση στο κόστος παραγωγής».
Τροχοπέδη η απουσία συλλογικών σχημάτων
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν εξαγωγικές δυνατότητες μεταποιημένων προϊόντων και, κυρίως, παραδοσιακών, όπως είναι οι πίτες, ο συνομιλητής μας θεωρεί ότι δεν αξιοποιούνται πλήρως. «Ο ρόλος μας ως αγροτών περιορίζεται μόνο στο χωράφι, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ μας, διότι το μεγαλύτερο ποσοστό των παραγωγών σπανακιού περιορίζεται στο νωπό προϊόν. H εξυγίανση του κυκλώματος της παραγωγής και της εμπορίας των αγροτικών προϊόντων, και κυρίως των κηπευτικών, μπορεί να δώσει διέξοδο στην τοπική αγροτική μας οικονομία», επισημαίνει ο παραγωγός από τον Ορχομενό. «Δεν είναι δυνατόν να είμαστε λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, να έχουμε χαρακτηριστεί στα χαρτιά ο λαχανόκηπός της, και στην πράξη οι παραγωγικές μας δομές να είναι απαρχαιωμένες. Φυσικά, μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουμε και εμείς οι αγρότες, γιατί δεν καταφέραμε να οργανωθούμε σε σύγχρονα συλλογικά σχήματα για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε την παραγωγή μας καλύτερα», συμπληρώνει.
Εστιάζοντας σε ζητήματα παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, ο κ. Φαλάρης τονίζει στην «ΥΧ» ότι «παρά το γεγονός ότι γνωρίζουμε πως η ταυτοποίηση και η πιστοποίηση των αγροτικών μας προϊόντων είναι η μόνη μας διέξοδος, δυστυχώς έχουμε μείνει πίσω. Η απουσία αυτής της πρακτικής μας καθιστά ευάλωτους στους κανόνες της αγοράς». Κατά τον ίδιο, «η πιστοποίηση της παραγωγής μας και, ταυτόχρονα, η τυποποίηση και η συσκευασία είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν με τις υποδομές που διαθέτει ατομικά ο κάθε παραγωγός. Είναι πλέον μια αναγκαιότητα των καιρών το να αναζητείται η λύση μέσα από συλλογικά συνεργατικά σχήματα».
Η συλλογικότητα αυτή θα μπορούσε να διευκολύνει και την αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων μέσα από τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης. «Όπως είναι γνωστό, εμείς οι παραγωγοί φυλλωδών λαχανικών δεν παίρνουμε επιδοτήσεις, όπως άλλοι συνάδελφοι αγρότες, λόγω του τρόπου με τον οποίο εφαρμοζόταν η ΚΑΠ όλα αυτά τα χρόνια. Ωστόσο, και για τη δική μας περίπτωση, υπάρχουν χρηματοδοτικά εργαλεία που μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στη μείωση του κόστους παραγωγής και στην καλύτερη παρουσία μας στις αγορές, όχι μόνο της χώρας μας, αλλά και του εξωτερικού. Η εξερεύνησή τους προϋποθέτει, όμως, ισχυρό συλλογικό πνεύμα, κάτι το οποίο μας λείπει σε μεγάλο βαθμό. Διαβλέπω, όμως, ότι μέσα από τις ομάδες παραγωγών, μπορεί να υπάρξει ένα καλύτερο αποτέλεσμα».
Mε παρελθόν δεκαετιών
Στην Εύβοια και στη Βοιωτία, εδώ και δεκαετίες, καλλιεργούνται πάνω από 10.000 στρέμματα ετησίως με σπανάκι. Το φυτό χαρακτηρίζεται ως μικρού βιολογικού κύκλου, αναλόγως των καιρικών συνθηκών, με σπορές που ξεκινούν το φθινόπωρο και καταλήγουν την άνοιξη. Λόγω της πολυκαλλιέργειας της περιοχής, η εξεύρεση εδαφών είναι σχετικά δύσκολη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην αναπτύσσεται η καλλιέργεια του βιομηχανοποιημένου σπανακιού με τους ρυθμούς που παρουσιάζει σε άλλες περιοχές της χώρας μας.
Ένα άλλος παράγοντας, που επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του βιομηχανοποιημένου φυτού στην περιοχή, είναι και η προτίμηση των παραγωγών για την πώλησή του ως νωπού στη λαχαναγορά της Αθήνας και στις λαϊκές αγορές.
Πηγή: ypaithros.gr