Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

ΑΝ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΡΧΟΝΤΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.



ΑΝ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΡΧΟΝΤΑΝ ΣΗΜΕΡΑ.

Έχω την αίσθηση, πως οι Πατέρες αν έρχονταν σήμερα, βλέποντας τους ρυθμούς μα περισσότερο τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν αυτή την εποχή, δεν θα εξόρκιζαν την κοινωνία. Και φυσικά τους ανθρώπους που επιμένουν στην αμαρτία και τι διαστροφή.

Πιστεύω πως θα μας εξέπληττε ο λόγος τους και θα προσάρμοζαν το λόγο τους σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής αυτής. Δεν θα την εξόρκιζαν, καθώς στο βίο τους δεν εξόρκισαν κάθε τι διαφορετικό, πολύ δε περισσότερο τον άνθρωπο. Από την άλλη, θα αναδυόταν πιο έντονη η επιθυμία τους να διακονήσουν τον πάσχοντα άνθρωπο, καθώς θα τον έβρισκαν πολύ περισσότερο ευάλωτο, σε σχέση με τη δική τους εποχή, σε προκλήσεις που απομακρύνουν τον άνθρωπο από το να γίνει «εργάτης της ομοίωσης προς το Θεό» όπως θα έλεγε ο Γρηγόριος Νύσσης.

Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες κοινωνίες κι αν μεταλλάξουν τα συνθετικά χαρακτηριστικά των δομών τους, όσοι άνθρωποι, πολιτικοί, φιλόσοφοι, μεταρρυθμιστές κι αν προσαρμόσουν την εποχή τους σε κάθε νέο αναδυόμενο δεδομένο, ο λόγος του Χριστού μέσα στον καιρό του κάθε χρόνου, είναι διαρκώς αναλλοίωτος. Ανάλογα λοιπόν, και ο λόγος των Πατέρων της εκκλησίας, ο οποίος έχει την αναφορά του στο πρόσωπο του Χριστού, παραμένει σταθερός, αναλλοίωτος και ποτέ ξεπερασμένος, αναχρονιστικός, συντηρητικός. 


Αν έχουμε κάτι ως ορθόδοξοι χριστιανοί για το οποίο μπορούμε να καυχόμαστε είναι το πρόσωπο του Χριστού. Και φυσικά ο πατερικός λόγος, αυτό το ζωντάνεμα της κίνησης που θέτει την ανθρώπινη ακινησία προς των ευθυνών της. Ένας λόγος πλούσιος σε αγάπη, έλεος, πνεύμα, συγχώρηση, μεταμόρφωση, διακονία, ανιδιοτέλεια. Ένας λόγος που λειτουργεί ακόμη και ως καταλυτική ψυχολογία, ας μου επιτραπεί η φράση, προς όσους αναζητούν να λύσουν τις υπαρξιακές τους ανησυχίες, μέσα από μία οντολογία του βάθους και όχι μιας επιπόλαιος υπαρξιακής συναισθηματικής ανακούφισης. 

Βλέπω τους Πατέρες να έρχονται στην πόλη μου, τα Τρίκαλα. Βλέπω τους Πατέρες της εκκλησίας, τους κήρυκες του θείου λόγου, τους φορείς της αγιότητας, να έρχονται στις μέρες μας, στην κοινωνία μας, στους ανθρώπους της, σ’ εμάς, σε όλους όμως, χωρίς διακρίσεις. Βλέπω τον Μ. Βασίλειο να τρέχει το βράδυ από δρομάκι σε δρομάκι και να σκεπάζει τους άστεγους και μετά να πηγαίνει έξω από τα φτωχικά σπίτια και αν αφήνει δέματα με ρούχα, φαγητό και παιχνίδια για τα παιδιά. Κάποιες άλλες στιγμές, τον παρατηρώ να καλεί τους νέους και να τους συμβουλεύει όπως σε μία σχετική του ομιλία, να δέχονται από κάθε άλλη φιλοσοφία και θεωρία ό,τι είναι χρήσιμο και να γνωρίζουν τι πρέπει να παραβλέπουν. 

Πιο πέρα σε μία ειρηνική πορεία βλέπω τον Ιωάννη Χρυσόστομο να υπερασπίζεται το δίκαιο του λαού και να φωνάζει μαζί με τους διαδηλωτές υπέρ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και κατά των κοινωνικών ανισοτήτων. Βλέπω πάλι τον ίδιο να πλησιάζει τους κληρικούς και να τους εξηγεί την ομορφιά των ευχών της Θείας Ευχαριστίας, τη ζωοποίηση που έρχεται μέσα από τη μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, διδάσκοντας τους κληρικούς να ιερουργούν συχνά και με ευλάβεια. Διδάσκοντας τους πως ο ιερός ναός είναι πλέον το δεύτερο τους σπίτι και πως ο πονεμένος άνθρωπος ο δικός τους συγγενής.

Παρακάτω, ο Γρηγόριος Θεολόγος έχοντας ξανά τις δικές του ανησυχίες και τάσεις φυγής αναζητά τους νέους και τις νέες. Δεν πασχίζει να τους πείσει, απλά τους δείχνει την ομορφιά. Περπατά μαζί τους στην Ασκληπιού, στην κεντρική πλατεία. Κάθεται στο Libro και απολαμβάνει το ποτάμι. Συχνάζει στο cups nine, όπου κάθεται μαζί με νέα παιδιά πίσω στο μεγάλο τραπέζι, κάτω από τη μεγάλη λάμπα. Δεν τους μιλάει δογματικά, δεν τους αναλύει όρους και φράσεις δύσκολες. Τους γράφει ποιήματα, όπως του αρέσει εξάλλου να πράττει, γνωρίζοντας τους το πρόσωπο του Χριστού.
Βλέπω κι έναν έγγαμο άγιο, τον Γρηγόριο Νύσσης, να χάνεται μέσα στον κόσμο και να βγαίνει το βράδυ για ποτό μαζί με ανθρώπους που ανησυχούν για τα ψυχοφθόρα πάθη τους. Να λοιπόν κι ο Νύσσης, κάθεται στο Be TWINS το βράδυ να πιει το ποτό του, όχι για να δείξει ότι είναι in ή ότι πρέπει να έρθει κοντά στους ανθρώπους, αλλά γιατί φέρνει την εκκλησία στο φυσικό της χώρο, στη δημόσια πλατεία. Κι ως κατεξοχήν φιλόσοφος, ο οποίος αναφέρει τη σοφία μόνο στον Θεό κατά την πλατωνική φράση στον Φαίδρο, φιλοσοφεί τη ζωή μέσα από έννοιες και σχήματα, τα οποία ανάγει όχι σε κάποιο κοσμικό φιλοσοφικό σύστημα αλλά στη θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής. Εκεί λοιπόν, ο Νύσσης επιμένει να αμφισβητεί, να υποθέτει και γίνεται αρεστός στους νέους, αφού φιλοσοφεί τη ζωή στο πρόσωπο του Χριστού. Τους τονίζει εμφατικά πως τα πάθη δεν ξεριζώνονται αλλά μεταμορφώνονται, κάνει λόγο για το νόημα του θανάτου, αναφέροντας πως ο θάνατος δεν έχει υπόσταση και πως είναι προσωρινός, «έχοντας το είναι του στο μη είναι»!

Λίγο πιο πέρα από τα φώτα της πόλης, κάπου πιο ήσυχα, στο Granello, συχνάζει ο Ιωάννης ο Σιναΐτης. Του αρέσει η ησυχία, η νήψη, η προσευχή και γι’ αυτό του αρέσει να συζητά με τους μοναχούς των Ιερών Μονών των Μετεώρων. Έρχεται όμως και στην πόλη. Κάθεται με ανθρώπους που θέλουν να μάθουν για το νόημα της άσκησης, την κάθαρση του νου, την ευχή του Χριστού (Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με) και τη δύναμη της προσευχής. Ο Ιωάννης μυσταγωγεί στις καρδιές τους το αληθινό βίωμα της άσκησης. Δεν τους απογοητεύει με τις δυσκολίες της ζωής, αλλά τους συμβουλεύει πως η πνευματική ωρίμανση είναι θέμα χρόνου και πως ένα ένα ανεβαίνει ο άνθρωπος τα πνευματικά σκαλιά. Μέσα στην πόλη, σε ένα άλλο σημείο, στο Επιμελητήριο Τρικάλων λαμβάνει χώρα μία ομιλία με φιλοσοφικές και κοινωνικές αναζητήσεις. Στο τέλος παίρνει το λόγο ο Μάξιμος Ομολογητής. Επίκαιρος, πάντα επίκαιρος συμβάλλει με τη σοφία του σε θέματα που αφορούν το πρόσωπο και τη φύση, θίγοντας με καταλυτικό τρόπο ζητήματα που απασχολούν τον σημερινό άνθρωπο και δη τον νέο. 

Βλέπω τους Πατέρες του 4ου, 6ου και 8ου αιώνα στον δικό μας αιώνα. Στην εποχή μας, στην κοινωνία μας. Τους βλέπω με την ίδια αγωνία, ίσως μάλλον με περισσότερη εμβάθυνση στις ανησυχίες του σύγχρονου ανθρώπου. Τους βλέπω με τον ίδιο λόγο, την ίδια αγάπη, μα έναν πόθο για μεταμόρφωση του ανθρώπου, πολύ πιο έντονο. Αυτό το ζωντάνεμα της ελπίδας το βλέπω στα έργα τους. Του βλέπω να δέχονται τον κάθε άνθρωπο. Να συζητούν με όσους εξορίζει ο σύγχρονος εκκλησιαστικός ευσεβισμός και ηθικισμός της εκκλησίας, όπου εκείνος εντοπίζεται. Τους βλέπω να κατεβαίνουν από τα όρη και να βγαίνουν από τις σπηλιές. Κυκλοφορούν ανάμεσα στον κόσμο, κάθονται στις καφετέριες, πίνοντας freddo cappuccino και απολαμβάνοντας βραδινές όμορφες συζητήσεις πίνοντας Highball και Gin Tonic. Αδιαφορούν με όσους τους επιπλήττουν με τη δημόσια τους παρουσία. Προσλαμβάνουν την εποχή τους, τον κάθε άνθρωπο, όπως ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Δεν προσλαμβάνουν την αμαρτία. Ερωτεύονται τον Χριστό και ερωτεύουν τον Χριστό στις ανθρώπινες καρδιές.
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος