Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Νιώθουν οι πλούσιοι περισσότερη μοναξιά;



Οι άνθρωποι που εμπίπτουν στην κατηγορία του «πολύ ευτυχισμένος» έχουν πάντα ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς. Δυο νέες έρευνες διαφωνούν για τη συνδιακύμανση της σχέσης ανάμεσα στο εισόδημα και τις κοινωνικές σχέσεις. Η Emiliana Simon-Thomas ρίχνει μια προσεκτικότερη ματιά.

Μπορούν τα χρήματα να αγοράσουν την ευτυχία; Ένας τρόπος να προσεγγίσει κάποιος αυτό το ερώτημα είναι να αναρωτηθεί αν τα χρήματα μπορούν να αγοράσουν τα βασικά συστατικά της ευτυχίας – και δεν υπάρχει πιο ισχυρό συστατικό που να έχει μελετηθεί περισσότερο από τη συμβολή των κοινωνικών σχέσεων στην ευτυχία. Όμως ακόμα και για αυτό το ερώτημα, δηλαδή για το κατά πόσο σχετίζεται το χρήμα με τις κοινωνικές σχέσεις δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση. Δυο νέες έρευνες προσφέρουν αντικρουόμενες ενδείξεις. Η μια θέλει τους περισσότερο εύπορους να αφιερώνουν λιγότερο χρόνο στις κοινωνικές συναναστροφές και η άλλη αφήνει να εννοηθεί ότι οι πλούσιοι αισθάνονται λιγότερη μοναξιά. Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα;

Στην πρώτη περίπτωση των μελετών των πανεπιστημίων Emory και Minnesota αναλύθηκαν οι απαντήσεις από σχεδόν 120.000 Αμερικάνους για τη σχέση ανάμεσα στο ετήσιο εισόδημα του νοικοκυριού τους και την κοινωνική συμπεριφορά. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι άνθρωποι με υψηλότερα εισοδήματα ξοδεύουν λιγότερο χρόνο στις κοινωνικές επαφές και συνολικά περισσότερο χρόνο μόνοι. Ταυτόχρονα το χρονικό διάστημα που ξοδεύουν σε κοινωνικές συναναστροφές οι εύποροι διατίθεται κυρίως στους φίλους και λιγότερο στην οικογένεια.

Μια πιθανή ερμηνεία είναι ότι οι οικονομικά ισχυρότεροι είναι λιγότερο πιθανό να στηρίζονται στην οικογένεια για οικονομική στήριξη και φροντίδα, επομένως ξοδεύουν το χρόνο τους σε συγκεκριμένες, στρατηγικά επιλεγμένες σχέσεις. Άραγε οι εύποροι να δίνουν προτεραιότητα στην ενδυνάμωση του επαγγελματικού τους δικτύου εις βάρος των «οικογενειακών υποχρεώσεων»; Αυτή η μελέτη δεν απαντά στο συγκεκριμένο ερώτημα, ούτε βάζει σε σύγκριση τη συναισθηματική αξία των σχέσεων με φίλους με τις οικογενειακές σχέσεις και τη σημασία που έχουν στο συνολικό επίπεδο ευτυχίας. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι το αν αφιερώνει κάποιος χρόνο στις κοινωνικές σχέσεις ή σε κάποιο συνδυασμό μεταξύ φίλων και οικογένειας, είναι πιθανό να έχει ως αποτέλεσμα ισχυρότερες και πιο αυθεντικές σχέσεις, ελαχιστοποίηση της πιθανότητας εμφάνισης του αισθήματος της μοναξιάς και μεγαλύτερο όφελος από το αίσθημα της ευτυχίας.

Στη δεύτερη μελέτη, διερευνήθηκε το αίσθημα της μοναξιάς, η κοινή αντίληψη της αντίθεσης ανάμεσα στα αισθήματα της αγάπης και της αποδοχής και ενός παράγοντα που συσχετίζεται με λιγότερη ευτυχία. Οι ερευνητές ορίζουν την μοναξιά ως «σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ της επιθυμητής και της πραγματικής κοινωνικής δραστηριότητας, μιας αντίληψης έλλειψης ελέγχου στην ποσότητα και ειδικότερα στην ποιότητα της κοινωνικής δραστηριότητας των ανθρώπων».

Από τη διερεύνηση των ερευνητικών δεδομένων περίπου 16.000 Γερμανών ενηλίκων, προκύπτει ένα κυμαινόμενο γράφημα του αισθήματος της μοναξιάς κατά τη διάρκεια της ζωής, με ισχυρές «κορυφές» στα 35, ξανά στα 60 και σταθερή άνοδο από τότε και μετά. Άλλες μετρήσεις, όπως η συχνότητα της κοινωνικής επαφής, η οικογενειακή κατάσταση ή ο αριθμός των φίλων δεν αρκούσαν για να εξηγούσαν αυτό το μοτίβο εμφάνισης του αισθήματος της μοναξιάς – οι εξηνταπεντάχρονοι ένιωθαν περισσότερη μοναξιά από τους σαρανταπεντάχρονους ανεξάρτητα από το αν είχαν τον ίδιο αριθμό φίλων. Μια μέτρηση ωστόσο, ξεχώρισε ως αξιόπιστος προβλεπτικός παράγοντας, αντίθετος στο συναίσθημα της μοναξιάς: το εισόδημα. Το υψηλότερο εισόδημα συνδεόταν συστηματικά με χαμηλότερα επίπεδα αυτο-αξιολογούμενης μοναξιάς, ανεξάρτητα από άλλες συνθήκες ζωής.

Είναι επικίνδυνα εύκολο να αποκομίσει κάποιος από αυτή την έρευνα ότι το περισσότερο είναι πάντοτε καλύτερο. Επειδή το χαμηλότερο εισόδημα αποτελούσε ισχυρό προβλεπτικό παράγοντα μοναξιάς, είναι αναμενόμενο να θεωρούμε ότι όσο πιο πολύ αυξάνεται το εισόδημα, τόσο μειώνεται το αίσθημα της μοναξιάς.

Η γραφική απεικόνιση των περισσότερων φαινομένων του πνεύματος, έχει σχήμα U, με παρόμοιες, συνήθως ανεπιθύμητες επιπτώσεις στις πολύ χαμηλές και τις πολύ υψηλές θέσεις και ένα ιδανικό εύρος στο ενδιάμεσο. Σε ότι αφορά το εισόδημα, ενώ οι άνθρωποι με χαμηλότερα εισοδήματα δεν έχουν την ευελιξία να παρευρίσκονται ή να επενδύουν σε περιστάσεις που ενδυναμώνουν τους κοινωνικούς δεσμούς, είναι οι πραγματικά εύποροι άνθρωποι που επιλέγουν να απομακρύνονται από τις σημαντικές συναναστροφές με την οικογένεια, τους φίλους και τους αγνώστους; Υπάρχει κάποιο ιδανικό εύρος εισοδήματος που εξυπηρετεί την ευζωία, μειώνει το άγχος και ευνοεί την κοινωνική συνεργασία; Μήπως υπάρχει κάποιο ορόσημο, πάνω από το οποίο μειώνεται η διάθεση για κοινωνικοποίηση; Αυτά είναι ερωτήματα στα οποία θα πρέπει να απαντήσουν περαιτέρω οι ερευνητές.

Αν παραλληλίσουμε τις δυο έρευνες, διαφαίνεται παραδόξως ότι οι άνθρωποι με υψηλότερα εισοδήματα ξοδεύουν λιγότερο χρόνο στις κοινωνικές τους σχέσεις αλλά ισχυρίζονται ότι νιώθουν λιγότερη μοναξιά. Προσπαθώντας να συγκεράσουμε αυτά τα δεδομένα, χρειάζεται πρώτα να λάβουμε υπόψη μας τις έρευνες σχετικά με τον πλούτο και την εξουσία που δείχνουν ότι οι περισσότερο προνομιούχοι – είτε έχουν πράγματι κερδίσει τα χρήματά τους είτε τους έχει ανατεθεί αυτός ο ρόλος σε μια πειραματική συνθήκη – έχουν μια πιο συγκρατημένη, κοινωνικά απόμακρη συμπεριφορά. Ορίζοντας τη συμπεριφορά με όρους «ελέγχου» και «επιθυμητής ποιότητας και ποσότητας», και δεδομένης της ισχυρής τάσης των ανθρώπων να αναλαμβάνουν τον έλεγχο και να υποτιμούν τους άλλους, ίσως είναι αναμενόμενο να αναδυθεί το ζήτημα της μοναξιάς των πλούσιων. Περισσότερο από την χαρτογράφηση της ισχύος ή της αφθονίας των κοινωνικών σχέσεων και την έκπτωση της κοινωνικής επαφής, εκείνο που διαφαίνεται είναι περισσότερο η έλλειψη ενδιαφέροντος που εκδηλώνουν: δεν νιώθω μοναξιά – απλά δεν ενδιαφέρομαι να κάνω δεσμούς με άλλους ανθρώπους.

Η διαμάχη χρήματος και ευτυχίας
Το 1974, ο Richard Easterlin σημειώνει ότι παρά την υπόσχεση για σταθερό αυξανόμενο κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, τα επίπεδα ευτυχίας του έθνους έμειναν σχεδόν αμετάβλητα στα μέσα της δεκαετίας του ’60, παρά τη συνεχόμενη αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Τα επόμενα σαράντα χρόνια, οι επιστήμονες διερευνούσαν «πακέτα» δεδομένων για να διαπιστώσουν αν υπάρχουν μοτίβα συμπεριφοράς και στις δυο κατευθύνσεις: το εισόδημα είναι θετικός προβλεπτικός παράγοντας της ευτυχίας (Justin Wolfers), το εισόδημα δεν συνεπάγεται ευτυχία (Easterlin και πάλι), το εισόδημα είναι παράγοντας ευτυχίας, δεν είναι, είναι πράγματι – αλλά μόνο έως 75.000$ το χρόνο (νικητής του βραβείου Nobel, Daniel Kahneman).

Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι τα χρήματα βοηθούν όταν τα πράγματα είναι απελπιστικά. Αν ανησυχείτε για το φαγητό, τη ζεστασιά ή τη στέγη, το να έχετε κάποια χρήματα ωφελούν καθοριστικά. Όμως, τι συμβαίνει όταν αυτοί οι παράγοντες άγχους δεν ισχύουν;

Μεγάλο μέρος των ερευνών για το συσχετισμό ανάμεσα στα χρήματα και την ευτυχία, τείνει να στηρίζεται στην ενστικτώδη αίσθηση που έχουν οι άνθρωποι για τη σημασία της ευτυχίας – απλά τους ζητείται να τοποθετήσουν τον εαυτό τους σε μια κλίμακα από το «καθόλου ευτυχισμένος» στο «πολύ ευτυχισμένος» – και χρησιμοποιούν τις απαντήσεις για να εξετάσουν παράγοντες που προβλέπουν υψηλά επίπεδα ευτυχίας. Ωστόσο, μια προσέγγιση που υπόσχεται να ρίξει φως είναι να σκεφτούμε πιο βαθιά για την ευτυχία και τι σημαίνει να είναι κάποιος χαρούμενος.

Για παράδειγμα, η εξειδικευμένη στο αίσθημα της ευτυχίας Sonja Lyubormirsky ορίζει την ευτυχία ως «την εμπειρία της χαράς, της πληρότητας, της θετικής ευζωίας, σε συνδυασμό με μια αίσθηση ότι η ζωή είναι ωραία, γεμάτη νόημα και αξίζει να τη ζεις. (Ας σημειωθεί ότι παρά το γεγονός ότι το άγχος που συνδέεται με απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις, απομυζά το αίσθημα της ευτυχίας, η ευτυχία δεν είναι απλώς η έλλειψη άγχους). Εφόσον το αίσθημα της ευτυχίας είναι τόσο καθορισμένο, οι ερευνητές μπορούν να ερευνήσουν ποια χαρακτηριστικά και συνθήκες μετακινούν ή διαμορφώνουν την ευτυχία – συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικών επαφών. Τότε, μπορούμε να διερευνήσουμε με ποιο τρόπο το εισόδημα σχετίζεται με αυτά τα χαρακτηριστικά και τις εκάστοτε περιστάσεις, όπως έκαναν οι δυο προηγούμενες έρευνες.

Οι γνώστες ισχυρίζονται πάντα ότι τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν την ευτυχία, ότι το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η αγάπη. Τα πιο δημοφιλή μέσα ενημέρωσης διαφωνούν, συντηρώντας διδαχές όπως ο υλισμός και ο μακιαβελισμός: δούλεψε σκληρά για να κερδίσεις χρήματα, αποταμίευσε, συγκέντρωσε όσο πιο μεγάλη περιουσία μπορείς και διαφύλαξέ τη με κάθε κόστος. Τι λένε οι έρευνες γι’ αυτό; Οι άνθρωποι που εμπίπτουν στην κατηγορία του «πολύ ευτυχισμένος» έχουν πάντα ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς. Παρόλα αυτά, το προφανώς παράδοξο πόρισμα αυτών των μελετών – ότι οι πιο εύποροι άνθρωποι ξοδεύουν λιγότερο χρόνο κάνοντας κοινωνικές επαφές αλλά δηλώνουν ότι αισθάνονται λιγότερη μοναξιά – απαιτεί περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον πλούτο, την κοινωνική επαφή και την ευτυχία.


Emiliana R. Simon –Thomas
Επιμέλεια – μετάφραση: Ελεάνα Πανδιά, Επικοινωνιολόγος
psychografimata.com