Πλησίαζε το καλοκαιράκι και ο παγωτατζής καβάλα στο ποδήλατο-ψυγείο έκανε την εμφάνισή του στα χωριά διαλαλώντας την πραμάτεια του.
«…ΕΒΓΑ….παγωτάαααα»
Υπήρχαν και παγωτατζήδες και τα ψυγεία έγραφαν ΤΑΫΓΕΤΟΣ…ΕΣΚΙΜΩΟΣ.…κ.λ.π
Αυτοί πουλούσαν χύμα παγωτό…έκαναν μπάλα με το σιδερένιο εργαλείο και την έβαζαν επάνω σε μπισκοτένιο χωνάκι με διάφορες γεύσεις.
Τρώγοντάς το έκοβες και τον πάγο με τα δόντια…
Ο ΕΒΓΑΤΖΗΣ όμως μέγας τίτλος που για πολλά χρόνια συνόδευε τα μικρά μαγαζάκια τα γαλατάδικα τις διάφορες γιορτές, πανηγύρια, με το ψυγείο βιτρίνα που είχε και του πουλιού το γάλα.
Με το άκουσμα του παγωτατζή άρχιζαν οι γκρίνιες μεταξύ παιδιών και μανάδων.
«…τα λαιμά σου θα πρηστούν δεν είναι καλοκαίρι ακόμα…» φυσικά ήταν και οικονομικό το θέμα.
Αυτά τα λαιμά εκείνα τα χρόνια ήταν μεγάλη έγνοια λόγω της αδυναμίας των παιδιών.
Το ξυλάκι σοκολάτα έμπαινε στο πιάτο και με το μαχαίρι σε δύο ίσα κομμάτια για ισάριθμους λιχούδηδες.
Την άκουγαν όλοι…και οι μανάδες.
Επέβλεπε να το τρώνε αργά και όχι λαίμαργα…την σακούλα του παγωτού θα την φούσκωνε και θα την έσκαγε ο περισσότερο υπάκουος.
Εκείνο το έρημο το ξυλάκι που κρατούσε το παγωτό μαρτυρούσε στο τέλος στο στόμα λές και όταν το δάγκωνες θα σου έβγαζε κι άλλο παγωτό.
Ο παγωταζής ήταν η χαρά των παιδιών αλλά και των ηλικιωμένων.
Καθόντουσαν στα σκαλιά και κεντούσαν…έπιναν καφέ…..το ήθελαν και το πάγωτό τους αλλά ντρεπόντουσαν.
Θα έβρισκαν την λύση και τους έβλεπες να το απολαμβάνουν όπως τα παιδιά….